Υπήρχε ένα καλό στην απόφαση της ελληνικής διανομής να φέρει τη «Δουνκέρκη» στα θερινά στο τέλος Αυγούστου και όχι στα τέλη Ιουλίου, τότε δηλαδή που προβλήθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, φοβούμενη –και δικαίως- ότι τότε θα έχουμε το νου μας στις διακοπές: ήμασταν κάπως προετοιμασμένοι για αυτό που θα δούμε.
Διαβάζοντας λοιπόν τον ξένο Τύπο ήξερες ότι ο Νόλαν αφήνει τις εξτραβγκάτζες και τους εντυπωσιακούς φανταστικούς κόσμους και επιλέγει μίνιμαλ φόρμες και ρεαλισμό -ειδικά το πρώτο ήταν εμφανές από τη διάρκεια και μόνο της ταινίας: για πρώτη φορά μετά το «Insomnia» ο βρετανός σκηνοθέτης παραδίδει φιλμ μικρότερο των δύο ωρών.
Ανάμεσα στις εκφράζεις που συναντούσες συχνά σε εκείνα τα κείμενα ήταν το «visceral realism». Θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε σαν «αποτρόπαιο ρεαλισμό». Αυτός λοιπόν ήταν ο στόχος του. Και θαρρώ ότι όταν κάνεις σινεμά, όταν η δική σου γλώσσα είναι αυτή, τότε ο ρεαλισμός προέρχεται κυρίως από αυτό που δείχνεις –όχι από αυτό που λες.
Ο Νόλαν ήθελε να δείξει μια μεγάλη στιγμή για το βρετανικό φρόνημα –και όχι να μιλήσει για αυτή. Η εκκένωση της Δουνκέρκης το 1940 κατέχει σημαίνουσα θέση στη αφήγηση των Βρετανών για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μία νίκη, αλλά για μια υποχώρηση. Παρεμπιπτόντως, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως το ίδιο αυτό γεγονός «αποσιωπάται» στην αντίστοιχη αφήγηση των Γάλλων, καθώς μετά την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από την περιοχή, άνοιξε ο δρόμος και την εισβολή των Ναζί στη Γαλλία.
Ο Νόλαν όμως είναι Βρετανός και το κυριότερο θέλει να δείξει τη βρετανική πτυχή της ιστορίας: Τα πρόσωπα των στρατιωτών φεύγουν μαζί σου από την αίθουσα όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Η στιγμή που ο Κένεθ Μπράνα κλείνει τα μάτια τη στιγμή που ακούει να έρχεται μέσα από τα σύννεφα τον ήχο του κινητήρα του γερμανικού στούκας, περιμένοντας αυτό που είναι αναμενόμενο να συμβεί όταν βρίσκεσαι στο πολεμικό μέτωπο. Το σκεβρωμένο ανθρώπινο απομεινάρι που υποδυόταν ο Κίλιαν Μέρφι. Αυτά ήθελε να δείξει ο Νόλαν.
Το ιστορικό υλικό της Δουνκέρκης προσφέρεται για να πλάσεις ιστορίες ηρωικές. Εδώ όμως δεν βλέπουμε αυτό. Ο Νόλαν δεν πάει στην απόκλιση, στην εξαίρεση, στην έξαρση. Προτιμά έναν άλλο δρόμο, αυτόν της κοινοτοπίας και του τετριμμένου. Τετριμμένο στο μέτωπο είναι ο θάνατος, ο φόβος, ο τρόμος, ο κυνισμός που υπαγορεύεται από τη θέληση να ζήσεις. Όλα αυτά έρχονται σαν αυτονόητα, χωρίς μελοδραματισμούς, με έναν τρόπο που «O Γιος του Σαούλ» μιλούσε για την «κανονικότητα» της φρίκης του Ολοκαυτώματος.
Δεν υπάρχουν οι λόγοι που συγκινούν και εμψυχώνουν –οι στρατιώτες της «Δουνκέρκη» μιλάνε ελάχιστα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αιχμαλωτίζουν το μυαλό σου.
Ο πιο «ομιλητικός» είναι ο σπουδαίος θεατρικός ηθοποιός, Μαρκ Ράιλανς, ο οποίος υποδύεται έναν ιδιώτη βαρκάρη, από αυτούς που επιστρατεύτηκαν κατά εκατοντάδες προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκκένωση χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω συνδρομή του βρετανικού στόλου. Ακόμα όμως και ο δικός τους ηρωισμός να διασχίσει με το καρυδότσουφλο του τη Μάγχη και να πάει στο πόλεμο δίνεται ως μια αίσθηση εσωτερικού χρέους. Αντίστοιχα, η απόφαση αυτοκτονίας του Τομ Χάρντι με το άδειο από καύσιμα spitfire δεν αναπαραστάθηκε ως κάτι κραυγαλέο που επιζητά την αναγνώριση –και λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε πόσο περήφανοι είναι οι Βρετανοί για την αεροπορία τους.
Ο Νόλαν παίρνει μια κατάσταση εξαίρεσης, μια κομβική στιγμή του πολέμου (τις μέρες που διήρκησε η επιχείρηση της εκκένωσης) και κεντάει με εικόνες την ευθεία γραμμή του καρδιογραφήματός της με τρεις αλληλοεπικαλυπτόμενες ιστορίες που συστέλλουν και διαστέλλουν αφηγηματικά το χρόνο. Για τα δεδομένα του Νόλαν ένα τέτοιο τέχνασμα είναι παιχνιδάκι.
Ωστόσο, δεν είναι κλινικός. Ο ρυθμός της ταινίας σε είναι στιγμές που σε πιάνει από το λαιμό. Όταν βυθίζονται τα πολεμικά πλοία νιώθεις και εσύ ο ίδιος να πνίγεσαι μέσα στα αμπάρια. Όταν πλησιάζουν τα μαχητικά αεροσκάφη, θες να κλείσεις τα αφτιά σου από τη φασαρία, αλλά και από την απειλή που αισθάνεσαι και σοιυ κόβει τα γόνατα χωρίς καν να τα βλέπεις.
Εικόνες και ήχος, τα αρχέγονα υλικά του σινεμά (μαζί με την κίνηση, φυσικά). Για τις εικόνες τα είπαμε και παραπάνω. Για τον ήχο θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στη μουσική του Χανς Τσίμερ που συνομιλεί με την ένταση των πλάνων, ενώ η εμμονή για ακρίβεια προσέφερε αυτό τον ανατριχιαστικό ήχο από τους κινητήρες των στούκας.
Ίσως να μην είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι όταν πριν από λίγες από εβδομάδες μίλησε σχετικά με τις ταινίες που τον επηρέασαν περισσότερο για τη «Δουνκέρκη», ανέφερε τρεις-τέσσερις του βωβού κινηματογράφου και την ταινία-ορόσημο για το σινεμά-βεριτέ, «Τη Μάχη του Αλγερίου», ενώ η αρχική του σκέψη ήταν να μην υπάρχει καθόλου σενάριο για τους ηθοποιούς, μια ιδέα που την ξέκοψε η γυναίκα και παραγωγός του.
Η «Δουνκέρκη» μάλλον δεν θα κερδίσει την πρώτη θέση στις καλύτερες ταινίες του Νόλαν, σίγουρα, ωστόσο, θα συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους. Είναι η πιο προσωπική του ταινία –παράδοξο κατά μία έννοια, αφού είναι μια ιστορία γεμάτη εθνικό φρόνημα, ωστόσο ο Νόλαν αποστασιοποιείται από αυτό. Επομένως υπάρχει ναρκισσισμός, το οποίο ήταν εμφανές και από την επιλογή του συγκεκριμένου είδους –όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν γυρίσει μια αντιπολεμική ταινία.
Ο Νόλαν αγαπά βαθιά το σινεμά, όσο και αν του αρέσει να βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται σε αυτόν. Στη «Δουκέρκη» νιώθεις ότι θέλει να πάει λίγο πιο πίσω, λίγο πιο κοντά στις ρίζες αυτής της τόσο υπέροχης τέχνης και «γλώσσας». Από όλους τους σκηνοθέτες εκεί έξω, μόνο για το Νόλαν θα στοιχημάτιζα ότι πιθανόν να έχει βάλει στο μυαλό να κάνει όλη τη διαδρομή μέχρι την αρχή, να φτάσει στην αφετηρία και τότε να φέρει τούμπα όλο το τραπέζι.