Αντίπαρος, τέλη Ιουλίου 1999
Ήταν μια όμορφη, ηλιόλουστη ημέρα όταν με τον Πάνο, τον Γιάννη και τον Θέμη είπαμε να νοικιάσουμε ένα θαλάσσιο ποδήλατο για να πάμε από την Αντίπαρο στην Πάρο.
Το σχέδιό μας ήταν να ξεκινήσουμε από τις Ψαραλυκές, να φτάσουμε στην Πούντα και καπάκι να γυρίσουμε πίσω. Βαδίζοντας στην άμμο τα πειράγματά μας ήταν κάτι παραπάνω από έντονα. Τόσο πολύ που οι λιγοστοί λουόμενοι, στην πλειοψηφία τους τουρίστες, μας κοίταζαν εντελώς ξενερωμένοι επειδή τους χαλούσαμε την ησυχία που προσέφερε το νησί.
Στην «άγρια» ηλικία των 21 ετών, το αίμα μας έβραζε, τόσο πολύ που δεν καταλαβαίναμε ότι το να βάζουμε στοίχημα ποιος θα «κλατάρει» πρώτος με φωνή που τα ντεσιμπέλ της ξεπερνούσαν ακόμα και ηχοσύστημα στο Battery, μπορεί για εμάς να είχε πλάκα, όμως για τους δίπλα ήταν εφιάλτης.
Τελικά νοικιάσαμε το ποδήλατο, φτάσαμε στην Πάρο κάνοντας πετάλι εναλλάξ και στη συνέχεια πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Κάπου στα μέσα, ο Πάνος πέταξε την ιδέα: Να αράξουμε λίγο εδώ να κάνουμε μια βουτιά στο πέλαγος. Οι τρεις υπόλοιποι της παρέας κοιταχτήκαμε αυτόματα και σχηματίσαμε αυτό το σατανικό γελάκι που υποδήλωνε τη συνέχεια της ιστορίας. Ο Πάνος βούτηξε πρώτος και την ώρα που η κραυγή της ευτυχίας του έσχιζε τη σιωπή στα μεσοπέλαγα, οι υπόλοιποι ξεκινήσαμε ξανά το πετάλι.
«Κόψτε τις μαλακίες», πρόλαβε να πει πριν τον αφήσουμε 200 μέτρα πίσω. Σταματήσαμε και του φωνάξαμε να έρθει. Μόλις έφτασε, ξεκινήσαμε ξανά με όλη μας τη δύναμη. Έχοντας αποφοιτήσει από την ελληνογαλλική, τα... γαλλικά του ήταν τέλεια, οπότε στην Πούντα και στις Ψαραλυκές (ήμασταν ανάμεσά τους) θα πρέπει να ψάχνονταν για το ποιο από τα λιγοστά σκάφη που επισκέπτονταν το νησί εκείνη την εποχή, αμόλησε στη θάλασσα τον βόθρο.
Με τα πολλά υπήρξαμε σχεδόν σαδιστές εκείνη την ημέρα, αφού όποτε ο φίλος μας μας πλησίαζε εμείς απομακρυνόμασταν ξανά, κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας σε περίπτωση που κουραστεί πολύ και πρέπει να τον μαζέψουμε.
Ο Πάνος όμως ήταν «σκύλος», Κολύμπησε όλη την απόσταση κι εκεί που περιμέναμε ότι θα βγει έξω και θα πέσει κάτω ξερός, εκείνος ξεκίνησε έναν πετροπόλεμο που στην πορεία του έγινε τόσο ανελέητος που μετέτρεψε την ειρηνική παραλία των περίπου 25-30 λουόμενων, σε ένα πεδίο μάχης τεσσάρων 20άρηδων που τώρα που το σκέφτομαι του λες άνετα και κάφρους.
Αυτοί που ήθελαν να κάνουν μπάνιο εκείνο το μεσημεροαπόγευμα, θα θυμούνται με τρόμο τους μαντράχαλους να κυνηγιούνται εκτοξεύοντας κάθε λογής πέτρα ο ένας προς τον άλλον. Κάναμε μπλονζόν κάτω από τις ξαπλώστρες και η πέτρα χτυπούσε το πλαστικό τόσο δυνατά που σχεδόν πονούσε το κεφάλι μας. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Γυρίσαμε όλοι στη βάση μας όταν συνειδητοποιήσαμε ότι αν συνεχίσουμε λίγο ακόμα, κάποιος θα κατέληγε στο νοσοκομείο.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι κανείς δεν μας είπε τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε καλό σημάδι και δεν χτύπησε κανένας εκτός παρέας, όμως το σκηνικό ήταν βαρύ για τους απ' έξω.
Γενικά εκείνη την εποχή το νησί φιλοξενούσε πολλές παρέες ανάλογου ύφους. Χαβαλέδες με χιούμορ ή χωρίς, που οι ίδιοι περνούσαν καλά, όμως ήταν ενοχλητικοί για τους άλλους. Και κανείς δεν τους έλεγε τίποτα. Με εξαίρεση τον κύριο Καλάργυρο που είχε το κάμπινγκ, που όποτε χρειαζόταν έκανε τις πρέπουσες παρατηρήσεις για να σφίγγει τα λουριά.
Αντίπαρος, τέλη Ιουλίου 2017
Άφησα το νησί το 2002. Από τότε είχα να πάω. Κυριακή πρωί έφτασα στην Πάρο και μου έσκασε το πρώτο φλας. Καθόμουν πάντα στον μύλο στο λιμάνι της Παροικιάς περιμένοντας το πλοίο προς Πειραιά κάθε χρονιά από το 1996 έως το 2002. Φέτος το είδα ξημερώματα με τη γυναίκα μου. Οι κόρες κοιμόντουσαν στο αυτοκίνητο κι εμείς καθίσαμε σε ένα τραπέζι δίπλα από το αυτοκίνητο για να πιούμε έναν καφέ και να πάρουμε το πρώτο πλοίο για Αντίπαρο που ήταν στις 6:15 το πρωί. Τελικά το χάσαμε.
Φτάσαμε στην Πούντα την ώρα που είχε φύγει δέκα μέτρα από το λιμάνι το φέρι. Μετά από 45 λεπτά ήρθε η ώρα της επιβίβασης. Φτάσαμε στην Αντίπαρο και οι εικόνες δεν μου ήταν όσο γνώριμες περίμενα. Δεν υπήρχαν αλλαγές πολλές στα κτίρια στο λιμάνι, όμως έβλεπες πολλές βάρκες δεμένες και κυρίως πολλά γιοτ στα ανοιχτά. Αυτό δεν το είχα συνηθίσει.
Στο κάμπινγκ είχαν αλλάξει πολλά, όμως ήταν ίδιο. Θυμόμουν μέχρι και το τελευταίο καλυβάκι και πήγα αμέσως και μάλιστα με τυχαία υπόδειξη του ιδιοκτήτη στο μέρος που έμενα και παλιά. Η διαφορά ήταν ότι πλέον δεν ήμουν με την παρέα μου, αλλά με την οικογένειά μου. Μέσα στον ενθουσιασμό μου που ήμουν ξανά στην Αντίπαρο δε σκέφτηκα ποτέ ότι πλέον είμαι σε ηλικία που κοιτάζω εγώ απορημένος τους 20άρηδες, όμως σύντομα θα το διαπίστωνα κι αυτό. Εμένα προσωπικά δεν με νοιάζει ότι και να γίνεται γύρω μου, όμως το να πέντε – έξι ομορφόπαιδα δίπλα στα μικρά μου παιδιά δεν με συναρπάζει και πολύ σαν ιδέα.
Τέλος πάντων, τα έφερε έτσι η τύχη που βρεθήκαμε στις Ψαραλυκές. Μετά κόπων και βασάνων βρήκαμε μια σκιά να αράξουμε, σε μια παραλία που κάποτε την λέγαμε ερημική. Τα παιδιά έπαιζαν στην θάλασσα, όταν μια παρέα άρχισε να πετάει φρίσμπι. Σηκώθηκα έντρομος από τη θέση μου και άρχισα να παρατηρώ το παιχνίδι για να δω αν το κατέχουν ή αν είναι τίποτα κατσίκια για να πάρω τα παιδιά από δίπλα τους.
Αυτοί το είχαν το σπορ, όμως είχαμε πέσει σε μέρα με μποφόρια, οπότε ο δίσκος πήγαινε όπου να' ναι. Διακριτικά και αφού ξεπάγιασα, βούτηξα δίπλα στα παιδιά και τα πήρα από εκεί με τρόπο. Κολυμπήσαμε παραδίπλα και όλα αυτά για ένα φρίσμπι. Φυσικά στα αγόρια δεν είπα τίποτα, αφού σκεπτόμενος τι έχω κάνει εγώ παλιότερα απλά τους προσπέρασα και έκατσα στα αβγά μου.
Με τα πολλά, μερικές μέρες αργότερα βρεθήκαμε σε μια παραλία πίσω από το κάμπινγκ που ήταν σαν προσωπική. Χωρούσε το πολύ δέκα πετσέτες και εμείς με μια άλλη οικογένεια που κάναμε παρέα είχαμε κάνει κατάληψη. Ξαφνικά, εκεί που καθόμουν κάτω από τον ήλιο ντάλα - μεσημέρι και ψηνόμουν παρατηρώντας κάθε κίνηση των παιδιών στη θάλασσα, βλέπω μια παρέα από αγόρια 20+ να καταφθάνει τρέχοντας. Ο πρώτος κοιτάζει την παραλιούλα και σχεδόν με όλη τη δύναμη της φωνής του λέει στους άλλους: «Εδώ θα κάτσουμε. Είναι γαμάτα. Εγώ θέλω ησυχία».
Αμέσως σκέφτηκα «Τι λες, ρε μπαγλαμά, που ήρθες εδώ, ξεσήκωσες όλο το κάμπινγκ που είναι από πίσω με τη φωνή και θες και ησυχία», όμως αρχικά είπα να το κρατήσω για πάρτη μου.
Οι μάγκες κάθισαν τελικά στην παραλία μας κι εγώ με τη γυναίκα μου κοιταζόμασταν αμήχανα μέχρι που της είπα να μην ανησυχεί και πως θα το κανονίσω. Κάπου εδώ να σου πω ότι μετά από τις πρώτες πέντε μέρες στο νησί, είχαμε εξοικειωθεί πλήρως με το vibe του όσο κι αν αυτό δεν έχει σχέση με το τι ήταν παλιότερα το μικρό νησάκι απέναντι από την Πάρο.
Τους μέτρησα και μου βγήκαν οκτώ και πάνω που το σχολίαζα στη γυναίκα, ήρθαν άλλοι δύο. «Ποδοσφαιρική ομάδα θα είναι» της είπα όμως δεν είχε διάθεση για γέλια. Μπαίνοντας στη θάλασσα τα αγόρια άρχισαν να κρυώνουν, οπότε οι μικρές μου πριγκίπισσες άκουγαν ατάκες που δεν τις έλεγες και πρέπουσες για στην περίσταση.
Ήταν η ώρα να μιλήσω.
Σηκώθηκα σε καθιστή στάση και επέλεγα ποιον θα πιάσω να του εξηγήσω ότι κάνουν λίγο φασαρία και μιλάνε άσχημα μπροστά σε πιτσιρίκια που από την επόμενη μέρα ίσως αποκτούσαν νέο ρεπερτόριο στο λεξιλόγιό τους, όταν ακούστηκε μια τσιρίδα που μας έκανε να νομίζουμε ότι κάποιος έπαθε κάτι πολύ κακό. Οι αχινοί είχαν κάνει τη δουλειά για εμένα, ακριβώς την ώρα που ετοιμαζόμουν να τους μιλήσω.
«Μάγκες, εδώ έχει αχινούς. Παρακάτω αν προχωρήσετε όμως θα βρείτε μικρές παραλίες που είναι άδειες και έχουν άμμο. Χρυσή άμμο», τους είπα τελικά. Είχα νικήσει από τα αποδυτήρια. Οι τύποι αφού με ευχαρίστησαν περίπου δέκα φορές για τις πληροφορίες, την έκαναν με ελαφρά.
Αφού έφυγαν άρχισα να ταξιδεύω στο παρελθόν. Ψιθύριζα για το πόσο αλλάξαν οι καιροί, πόσο διαφορετικά ήταν αυτά που ζούσα με αυτά που ζω, στο ίδιο μέρος. Ένα τόπο που άφησε μέσα μου μνήμες και εικόνες άγριων νιάτων. Ένα τόπο που παρατηρώντας την ιστορία μου με κάνει να συνειδητοποιώ ότι όπως και εκείνος ωρίμασε με τα χρόνια και έγινε πιο φιλικός σε όποιον τον επισκέπτεται, έτσι κι εγώ έμεινα πια με τις αναμνήσεις μου και προχώρησα μαζί του στη γαλήνη που σου προσφέρει όταν είσαι έτοιμος να την απολαύσεις.