H νίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ένα μόνιμο θέμα σε ημερίδες και ομιλίες που γινόντουσαν στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Το 2004, το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου φιλοξένησε μία ημερίδα αφιερωμένη στα συμμαχικά στρατεύματα -πλην των Άγγλων- και για τις μάχες που έδωσαν ενάντια στη Γερμανία του Χίτλερ σε όλα τα μέτωπα. Είκοσι χρόνια, χωρίς την Wikipedia και τα αφιερωματικά βίντεο στο TikTok, ο ακαδημαϊκός κόσμος και οι ιστοριοδίφες το γνώριζαν: Οι Έλληνες κέρδισαν την πρώτη μάχη ενάντια του Άξονα.
Ηγέτες όπως ο Φράνκλιν Ρούσβελτ φρόντισαν το περίφημο Έπος του ’40 να διαδοθεί στον απλό κόσμο, με τις εφημερίδες της εποχής να μιλούν για το προφανές. Ότι η γερμανοϊταλική μηχανή δεν ήταν αήττητη και μια μικρή και φτωχή χώρα κατάφερε να σημειώσει την πρώτη νίκη. Οι Άγγλοι γνώριζαν επίσης ότι σε αντίθεση με τους δικούς τους ηγέτες, όπως ο Τσάμπερλεϊν πριν αναλάβει ο Τσώρτσιλ, οι Έλληνες αποφάσισαν να μπουν στον πόλεμο από την πρώτη στιγμή. Δηλαδή, ακόμη και αν ο Ιωάννης Μεταξάς προσπαθούσε να μην εμπλέξει μια αδύναμη χώρα σαν την Ελλάδα σε μία γιγάντια πολεμική σύρραξη, όταν του δόθηκε τελεσίγραφο δεν χρειάστηκε καν να μπει σε δεύτερες σκέψεις.
Οι κακουχίες που αντιμετώπισαν οι Έλληνες στρατιώτες στα βουνά της Αλβανίας, ήταν κάτι που γοήτευε τους ιστορικούς στο εξωτερικό και συνεχίζει να το κάνει μέχρι σήμερα. Ένας μικρός στρατός από ενθουσιώδεις ωστόσο άντρες, που βασίστηκαν σε γαϊδουράκια για το υλικό ανεφοδιασμού και σε οπλισμό και ένδυση που, για τα δεδομένα της εποχής, δεν ήταν υψηλής ποιότητας όπως των Γάλλων και των Άγγλων. Ωστόσο αψηφώντας κυριολεκτικά τα πάντα, έκαναν ένα άθλο που για πολλούς ιστορικούς είναι μεγαλύτερος από των 300 του Λεωνίδα. Γιατί; Γιατί οι Έλληνες μπορεί να ήταν μια μικρή δύναμη, αλλά ήταν υπολογίσιμη και κατάφερε να καθυστερήσει την επέλαση των Ναζί προς το Ανατολικό Μέτωπο. Η έκβαση του πολέμου θα ήταν πολύ διαφορετική αν είχαν κάνει περίπατο.
Διάβασε επίσης: Η μέρα που τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Αθήνα
Πέρα από την επίθεση των Ελλήνων προς τους Ιταλούς, το πραγματικά ασύλληπτο για τον ακαδημαϊκό κόσμο, ήταν η Μάχη της Κρήτης. Η εικόνα των Κρητικών να επιτίθονται με δρεπάνια και τσουγκράνες στους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, ήταν κάτι που όπως θα έλεγαν πολλοί «αν δεν υπήρχαν μαρτυρίες των Νεοζηλανδών στρατιωτών και φωτογραφικό υλικό θα αδυνατούσαμε να το πιστέψουμε». Ένας από τους παρευρισκόμενους, Έλληνας από τον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, διηγούταν στο διάλειμμα πως ο παππούς του και τα αδέρφια του κατακρεούγησαν τέσσερις Ναζί στρατιώτες και κρέμασαν έναν ακόμη στον αχυρώνα τους. Η Ελλάδα δεν μπήκε απλά στον πόλεμο, αλλά βοήθησε στο να αλλάξει η έκβασή του. Ο Χίτλερ έχασε σε μια ημέρα περισσότερους άντρες στην Κρήτη, από ότι σε έντεκα άλλες χώρες τους τελευταίους 15 μήνες του πολέμου.
Για ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου στο εξωτερικό, οι Έλληνες δεν είναι οι τεμπέληδες όπως τους παρουσίαζαν άνθρωποι σαν τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Όλι Ρεν. Είχαν σίγουρα ένα περίεργο ταμπεραμέντο, συμπεριφορές που πολλές φορές οι ξένοι δεν κατανοούσαν όταν επισκεπτόντουσαν την χώρα για διακοπές, αλλά στο μυαλό του κόσμου που ενδιαφέρθηκε να μάθει για τις μεγάλες μάχες του 1940 και του Β’ Παγκοσμίου ειδικότερα, ήταν εκείνοι που δεν το έβαλαν στα πόδια και δεν παραδόθηκαν αμαχητί. Αν σε κάποιους μοιάζει κάτι πολύ μακρινό σε σημείο που δεν καταλαβαίνουν γιατί γίνεται τόσος ντόρος, δεν είναι μόνο το κομμάτι που συνοδεύει την ελληνική ιστορία και την εθνική μας ταυτότητα, αλλά επειδή αν αποφασίζαμε να πράξουμε διαφορετικό, ίσως να βλέπαμε σήμερα έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Αυτό, δεν έχει να κάνει με πολιτικά πιστεύω, αλλά με το δικαίωμα ενός λαού να μπορεί να πάρει τα όπλα για να μην δεχτεί ξένη κυριαρχία. Σε μια εποχή που το μαχαίρι έπρεπε να φτάσει μέχρι το κόκαλο, όχι απλά το βάλαμε αλλά το στρίψαμε και κάποιοι Ευρωπαίοι αναρωτήθηκαν και αναρωτιούνται μέχρι και σήμερα «γιατί δεν το κάναμε όπως οι Έλληνες;».
Το «ΟΧΙ» ή το Ohi Day όπως το γνωρίζουν πλέον οι ξένοι, δεν είναι μόνο για τις παρελάσεις. Είναι η υπενθύμιση ότι τη στιγμή που κάποιοι δήλωσαν χαμένοι πριν καλά-καλά πολεμήσουν, κάποιοι ένιωσαν νικητές, πριν καν σηκώσουν τα όπλα. Και γι’ αυτό ακριβώς το συναίσθημα, για τέτοιες μεγάλες στιγμές, πρέπει να είμαστε υπερήφανοι.