Κάποια στιγμή, στις αρχές του 2000, όταν ο μεγάλος επικοινωνιολόγος και θεωρητικός Denis McQuail μιλούσε ακόμη σε ημερίδες και δίδασκε σε φοιτητές, είχε πει σχετικά με το διάβασμα και τα βιβλία. «Είκοσι, τριάντα ή σαράντα βιβλία το χρόνο δεν πρόκειται να σας δώσουν κάποιο δωρεάν ταψί για πίτσες, αλλά σίγουρα θα σας βάλουν στα ποσοστά των ανθρώπων που θα νιώσουν καλύτερα με τον εαυτό τους».
Η ανάγκη για γράψιμο και για διάβασμα προφανώς και έχει αλλάξει από το 2000. Αρχικά με την έλευση των e-books, τα οποία στην αρχή δεν έδειξαν να χαίρουν την αποδοχή που περίμεναν οι εκδότες και στη συνέχεια, ήρθαν τα social media. Σε αυτό το τελευταίο, τον καιρό της αρχής της Κρίσης, λίγο πριν φαλιρίσει η Lehman Brothers, ήταν ένας Αμερικανός γερουσιαστής -αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει το όνομά του- που στην εξέταση σχετικά με τα κόκκινα δάνεια και την φούσκα των ακινήτων, γύρισε και είπε: «Σε ποια; Σε αυτές τις πλατφόρμες που έκαναν τα βιβλία να χάσουν κάθε ελπίδα;». Ήταν ένα άκυρο σχόλιο σε άκυρη φάση για άκυρο λόγο, αλλά στην δική μας περίπτωση κρύβουν μία μεγάλη αλήθεια. Μία αλήθεια που υποστηρίζεται από τα νούμερα, που θέλουν το 46% των Αμερικανών να μην διάβασε κανένα βιβλίο το 2023 και το 5% να έχει διαβάσει μόλις ένα.
Ναι μεν τα social media μας άνοιξαν ένα νέο κόσμο με νέες δυνατότητες, αλλά εκτός του ότι πολλές φορές παρασυρθήκαμε και γράψαμε πράγματα που ποτέ δεν θα θέλαμε, κυρίως διαβάσαμε. Πολλά. Διαβάσαμε βαθυστόχαστες σκέψεις και έρευνες και κείμενα και ωραίες συνεντεύξεις. Διαβάσαμε όμως και πολλές ανακρίβειες. Πολλές κοτσάνες. Πολλές βλακείες χωρίς λόγο και αιτία. Διαβάσαμε ρητορικές μίσους και ξεκατινιαστήκαμε. Και το χειρότερο; Δαπανήσαμε χρόνο για να διαβάσουμε ακόμα τόσα ξεκατινιάσματα, να τα ψάξουμε, να τα μοιραστούμε με άλλους και, εν τέλει, πιάσαμε τον εαυτό μας να έχει δαπανήσει σοβαρές εργατοώρες που θα μπορούσαμε να τις είχαμε προσφέρει, στην παρέα ενός βιβλίου.
Και το πρόβλημα δεν είναι καν πλέον η τηλεόραση. Δεν μπορούμε όλα πλέον να τα ρίξουμε εκεί. Η τηλεόραση προσφέρει, ακόμα και συνδρομητικά, πολλά διαφορετικά προϊόντα όπου κάποια, είναι μάλιστα καλές παραγωγές. Το πρόβλημα δεν είναι επίσης στα βιβλία. Δεν βγαίνουν χειρότερα από βιβλία, ούτε κάποιος διαβάζει με βάση την εποχικότητα του τι καινούργιο έχει προκύψει. Έχουμε ανθρώπους που διαβάζουν, ο καθένας με τον δικό του γνώμονα. Αλλιώς εκείνοι που τους αρέσουν τα κλασσικά μυθιστορήματα, αλλιώς όσοι επιλέγουν τα καινούργια, αλλιώς όσοι θέλουν τα βραβευμένα ή τα νέα μυθιστορήματα. Αλλιώς όσοι θέλουν να διαβάσουν ιστορία, φιλοσοφία, κλασσικά αριστουργήματα, συλλογές ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Εκεί, το πράμα αλλάζει. Εκεί δεν κερδίζει το βιβλίο, κερδίζει ο ανθρώπινος νους.
Γιατί, αδιαμφισβήτητα, με όποιον τρόπο και αν επιλέξεις να τα βάλεις κάτω, όπως και αν θελήσεις να δεις την βιομηχανία αυτή που συντηρεί το βιβλίο, τα οφέλη στην ανθρώπινη ψυχή και το νου, δεν μπορούν να ξεπληρωθούν με κανένα τίμημα. Το δυσκολότερο ωστόσο, που βρίσκεται στα πλαίσια της αμαρτίας, είναι πως ένα μεγάλο ποσοστό δεν πιστεύει στο βιβλίο. Δεν πιστεύει στη γνώση του, στη σημασία του, στην πολιτιστική του προσφορά, στην κουλτούρα που μεταλαμπαδεύει, στην παρέα του. Το θεωρούν κατάλοιπο ενός άλλου κόσμου, μη-παγκοσμιοποιημένου και προτιμούν την πληροφορία από σκόρπια εδάφια και κείμενα στο Google. Είναι σαν να μην υπάρχει ο χρόνος για όλη την πληροφορία του βιβλίου, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει η διάθεση. Και αυτό είναι το χειρότερο. Είναι τόσο άσχημο και φτωχό πνευματικά, όπως εκείνο το βίντεο που οι πιτσιρικάδες στο TikTok δήλωναν μπροστά σε μία κάμερα ότι το να διαβάζεις, «δεν είναι κουλ». Κάποιοι όμως έφεραν τα πράγματα ως εκεί, για να τα βρει έτσι η σημερινή γενιά. Είναι η τεχνολογία; Όχι. Είναι η παγκοσμιοποίηση; Όχι. Είναι οι λεγόμενες τάσεις, στις οποίες έχουμε ρίξει κάθε λάθος μας και κάθε αμαρτία μας; Ίσως. Σίγουρα όμως είναι η αδιαφορία μας. Αυτή η αδιαφορία του «το βλέπω να έρχεται» αλλά επιλέγω να μην κάνω τίποτα για αυτό. Από την μερίδα των εκπαιδευτικών που δεν προτρέπει τα παιδιά να διαβάσουν, μέχρι τους ίδιους τους γονείς που δεν ξέρουν να τους πουν, έστω μία φράση του Μυριβηλη, του Κάλβου και του Παπαδιαμάντη.
Ας διαβάσουμε γιατί χανόμαστε. Με διπλό το νόημα. Γιατί πράγματι χάνεται στο βάραθρο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια χωρίς τα βιβλία, αλλά και διαβάζοντάς τα, αντιλαμβάνεσαι κομμάτι-κομμάτι, σελίδα-σελίδα, γιατί ακριβώς κινδυνεύεις να χαθείς χωρίς αυτά.