Η αρχή για τον Γιώργο Λάνθιμο έγινε το 2009, εντελώς ειρωνικά η χρονιά της δικής του εκτόξευσης συνέπεσε με την καταβαράθρωση της Ελλάδας. Ήταν η χρονιά που στις Κάννες όλοι μιλούσαν για τον Κυνόδοντα, μία ταινία που πολύ θα θέλαμε να μην είναι τόσο αυθεντικά ελληνική στο υπονοούμενο περιεχόμενό της, αλλά τελικά το greek weird wave απέκτησε τέτοιο hype που καταφέραμε να νιώσουμε περήφανοι για αυτή την πρωτοφανή εξωστρέφεια ενός ολόκληρου έθνος στην αυγή της κρίσης. Ίσως ήταν και το μοναδικό πράγμα για το οποίο θα μπορούσαμε να νιώσουμε περήφανοι από το 2004.
Αυτό το καμάρι για τον Έλληνα που προκόβει στα ξένα (sic) δεν είναι κάτι που πάθαμε ξαφνικά την τελευταία δεκαετία, είναι κάτι που κρατάει από τον Παπανικολάου, αυτόν του δεκαχίλιαρου και κάθε γενιά είχε τουλάχιστον από ένα τέτοιο success story για να δανείζεται κάτι από τη λάμψη του, ή μαλλον την ελπίδα του.
Δεν θα ήταν καθόλου μεγάλη υπερβολή να πούμε ότι ο Γιώργος Λάνθιμος ενσαρκώνει όλους αυτούς τους millenials που είδαν τη ζωή τους και τα όνειρά τους να θρυμματίζονται όταν ήρθαν σε επαφή με την ελληνική μνημονιακή πραγματικότητα. Εκατοντάδες χιλιάδες νέων πήραν το μοναδικό πράγμα που είχε αξία, το πτυχίο τους, δηλαδή αυτό που αποδεικνύει τις γνώσεις και τα ταλέντα τους, και πήγαν να προκόψουν στα ξένα, εκεί που αναγνωρίζονται αυτές οι έννοιες. Επίσης εκεί πληρώνονται όταν τις πουλάς με τη μορφή της εργατικής δύναμης.
Ελάχιστοι από αυτούς τους νέους έγιναν διάσημοι, σίγουρα όχι τόσο όσο ο Γιώργος Λάνθιμος, ωστόσο σε αυτά 10κάτι χρόνια της απουσίας τους κατάφεραν όσα δεν θα κατάφερναν σε τρεις ζωές αν έμεναν στην Ελλάδα. Το έργο τους και η ζωή τους συνδέονται ολοένα και λιγότερο με την Ελλάδα καθώς μετατρέπονται σιγά-σιγά σε ελληνικής καταγωγής πολίτες των χωρών που ζουν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το έργο του Γιώργου Λάνθιμου που είναι πλέον παγκόσμιο σινεμά και όχι κομμάτι ενός παράξενου ελληνικού κινηματογραφικού κινήματος. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να συνεχίσει να είναι;
Σε μία χώρα που θέλει να βάζει φαρδιά πλατιά στο CV της ότι είναι η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, ο κινηματογράφος είναι ίσως η πιο πολύπαθη από τις τέχνες. Στην καλύτερη είναι προϊόν δημοσίων σχέσεων. Στη χειρότερη είναι έρμαιο των κρατικών επιχορηγήσεων, αυτής της ιδιόμορφης συνέχειας της κρατικής λογοκρισίας.
Από τι είναι φτιαγμένος ο Γιώργος Λάνθιμος φαίνεται από το ότι δεν μπήκε ποτέ σε αυτό το παιχνίδι. Προτίμησε να μην κάνει «τέχνη», αλλά να βιοπορίζεται με αξιοπρέπεια κι ας κοροϊδεύουν κάποιοι τα video clip του. Οι ίδιοι εκθέτουν τον εαυτό τους με ένα ελιτισμό της πλάκας μοιράζοντας απλόχερα την κτηνώδη άγνοια (κατά τον Πάνο Κουτρουμπούση) για την ποπ κουλτούρα.
Άρα ποιοι μπορούν να αισθάνονται περήφανοι για αυτή την πορεία; Αστυνομία περηφάνιας δεν υπάρχει, ευτυχώς όχι ακόμα, αλλά το να τρέχουν να του πουν μπράβο οι ενορχηστρωτές της μεγάλης φυγής των λαμπρότερων μυαλών της χώρας, είναι κομμάτι υποκριτικό, ένα πικρό αστείο. Δεν είναι καν μια προσπάθεια να του κλέψουν κάτι από τη δόξα σκηνοθετώντας μια φωτογραφία μαζί του, είναι σαν να λένε σε όλους όσους έφυγαν και παρά την προκοπή τους νιώθουν ακόμα σαν αγκάθι σε αυτήν το νόστιμον ήμαρ, να το βγάλουν και να ρίξουν μια και καλή εκείνη τη μαύρη πέτρα που ποτέ δεν βρήκαν το κουράγιο να ρίξουν.
Ας νιώσουν και μια χαρά όσοι τον βλέπουν στην μπάρα του Galaxy της Σταδίου, αυτοί που δεν κατάφεραν να φύγουν και νόμισαν για μια στιγμή ότι θα άλλαζαν την Ελλάδα, σάμπως έχουν και τίποτα άλλο για να χαρούν;