Η υπερπολιτικοποίηση που ζήσαμε στα χρόνια των μνημονίων μοιάζει με έναν κύκλο που άνοιξε με το διάγγελμα του ΓΑΠ και έκλεισε λίγο μετά τις δεύτερες εκλογές του 2015. Η αρχή του ήταν άμεσα ορατή, αλλά το τέλος του πέρασε στα πολύ αθόρυβα και έπρεπε να φτάσουμε στις εκλογές του 2019 για να καταλάβουμε ότι τα πολιτικά πάθη που γνώρισαν μεγάλη έξαψη στα χρόνια της κρίσης, είχαν σβήσει. Είχαν σβήσει τόσο καλά που δεν κατάφεραν να αναθερμάνουν το πολιτικό σκηνικό 4 χρόνια αργότερα.
Χάσαμε τόσο πολύ το ενδιαφέρον μας για τα κοινά; Νέρωσε το βαλκανικό και μεσογειακό μας ταπεραμέντο με αποτέλεσμα να γίνουμε βορειοευρωπαίοι που πάνε και ψηφίζουν αθόρυβα χωρίς να γεμίζουν πια πλατείες, εκλογικά κέντρα και να κορνάρουν στους δρόμους οι νικητές μετά τα exit polls;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί με σαφήνεια το βράδυ των εκλογών και δεν θα εξαρτηθεί καθόλου από το ποιο κόμμα θα βγει πρώτο. H μέτρηση της αποχής σε σχέση με τις προηγούμενες πολιτικές αναμετρήσεις είναι το στοιχείο που θα δείξει τελικά αν και κατά πόσο έχουμε γίνει όντως πιο αδιάφοροι ή απλά πιο ήσυχοι. Τα μέχρι τώρα δεδομένα. κυρίως από τις κοινωνικές μας συναναστροφές δεν δείχνουν κάτι τέτοιο και όλα συγκλίνουν προς την ησυχία, ίσως μαζί με κάποια ελαφριά κούραση για το ελληνικό πολιτικό σκηνικό.
Η αλήθεια είναι αν δούμε την υπερπολιτικοποίηση των μνημονιακών χρόνων με όρους εκκρεμούς, είναι λογικό να έχουμε μια μετακίνηση στο άκρο της απολιτικοποίησης μέχρι να επανέλθει η ισορροπία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αμβλύνεται το πολιτικό κριτήριο του Έλληνα. Ρωτώντας φίλους, γνωστούς και συγγενείς που ψήφιζαν, για το αν θα ψηφίσουν, απαντούν ναι, αλλά δεν συνοδέυον την απάντησή τους με αιτιολόγηση. Η ψήφος όντως έχει αρχίσει να γίνεται πολύ πιο προσωπική υπόθεση και όχι δήλωση του ποιοι είμαστε, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι γίνεται πιο «προτεσταντική» σαν μενταλιτέ.
Όμως το πιο κρίσιμο στοιχείο που δείχνει ότι δεν μένουμε αδιάφοροι σε ό,τι αφορά τις πολιτικές εξελίξεις είναι το ενδιαφέρον μας για τις εκλογές στη γειτονιά μας. Από τη μία είναι οι τουρκικές προεδρικές αλλαγές. Οι εκλογές στην Τουρκία είχαν πάντα έντονο πολιτικό ενδιαφέρον γιατί από το αποτέλεσμά τους υπάρχει πάντα η υποψία αλλαγής ή διατήρησης της ισχύουσας εξωτερικής πολιτικής. Μια υποψία που δεν είναι και πολύ βάσιμη γιατί η εξωτερική της πολιτική είναι κάτι που αλλάζει ρότα με πιο αργούς ρυθμούς και σίγουρα δεν εξαρτάται άμεσα από τις εκλογές, αφού αυτές επηρεάζουν με μια διαφορά φάσης τους μηχανισμούς του βαθέως κράτους της Τουρκίας.
Ωστόσο η αγωνία μας και το ενδιαφέρον για το αν ο Ερντογάν θα φτάσει τελικά τα 24 χρόνια στο τιμόνι της χώρας ή αν θα την παραδώσει στους κεμαλιστές, είναι ενδεικτικό του ακόμα υψηλού μας ενδιαφέροντος για τα πολιτικά δρώμενα, έστω και σαν πολιτικό κουτσομπολιό. Εντελώς συμπτωματικά, αλλά αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, ασχοληθήκαμε και με τις δημοτικές εκλογές στην Αλβανία. Η προφυλάκιση του ομογενή υποψήφιου δημάρχου Χειμάρρας, η δυναμική του οποίου όπως όλα δείχνουν θα του δώσει τη δημαρχία της πόλης χωρίς σκιές, ενεργοποίησαν αντανακλαστικά που ξεπερνούν το πατριωτικό ενδιαφέρον για την κατάσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
Εκεί σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό δείξαμε ενδιαφέρον, σε πρώτο βαθμό για την ομαλή διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών. Η ποιότητα της δημοκρατίας στην εύθραυστη αλβανική δημοκρατία που μετράει μόλις 30 χρόνια ζωής είναι ένα θέμα που αφορά όλη τη χώρα και όχι μόνο τις μειονοτικές περιοχές, αν και ειδικά σε αυτές δοκιμάζεται περισσότερο. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι εθνικές μειονότητες σε κάθε χώρα, είναι ίσως το πιο κρίσιμο βαρόμετρο για την δημοκρατία της. Άρα όσο κι αν αυτό που μας απασχολεί σαν Έλληνες είναι το κατά πόσο καταπιέζονται οι ομοεθνείς μας από το Πωγώνι, μέχρι τη Χειμάρρα, καταλαβαίνουμε ότι είναι είναι ζήτημα και με άλλες προεκτάσεις.
Και στα δύο παραδείγματα δεν μας ενδιαφέρει τόσο το αποτέλεσμα στις εκλογές στις κάλπες, αλλά το να μην υπάρχει υποψία νοθείας και χειραγώγησης ψήφων, γιατί ξέρουμε ότι εκτός από την άμεση αλλοίωση του αποτελέσματος, έχουμε και πιο μεσοπρόθεσμα προβλήματα που φτάνουν μέχρι τις κοινωνικές αναταραχές και τη λαϊκή απονομιμοποίηση των εκλογών, με ολέθριες συνέπειες. Από τη μία ξέρουμε πολύ καλά από την πείρα μας με την Τουρκία ότι η αστάθεια και οι αναταραχές στη πολιτικής ζωή, πάντα βρίσκουν τα ελληνοτουρκικά σαν βαλβίδα εκτόνωσης των πολιτικών παθών σε μια προσπάθεια καλλιέργειας εθνικής ομοψυχίας. Το ίδιο ακριβώς και ίσως με πιο σοβαρές συνέπειες σε ανθρώπινες ζωές θα μπορούσε να συμβεί και στην Αλβανία, μιας και η Ελληνική μειονότητα θα ήταν ευάλωτη απέναντι σε ένα ασταθές πολιτικό σκηνικό, όπως θυμόμαστε στην περίπτωση των πυραμίδων.
Εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τελικά δεν γίναμε αδιάφοροι για τα πολιτικά τεκταινόμενα, όμως γίναμε πιο επιλεκτικοί με γνώμονα τη σοβαρότητα. Μετά από χρόνια κρίσης και πολλών κρίσιμων εβδομάδων, είτε μιλάμε για eurogroup, είτε για τη πανδημία, υπάρχει μια αίσθηση ηρεμίας και κανονικότητας. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, αν θα υπάρξουν δεύτερες και αν θα υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας ή αυτοδύναμη, έχουμε την δίκαιη αίσθηση ότι δεν θα αλλάξει κάτι δραματικά στην καθημερινότητά, η οποία θα συνεχίσει στις όποιες ράγες κανονικότητας, ακόμα κι αν αυτή έχει κάποια ψήγματα μαγικής εικόνας.
Στρέφοντας την προσοχή σε εκλογές με μεγαλύτερη επίπτωση στην καθημερινότητά μας μάλλον ακονίζουμε το πολιτικό μας κριτήριο και δεν βουλιάζουμε στους καναπέδες καταναλώνοντας ειδήσεις μηδενικής θρεπτικής αξίας, αλλά υψηλού θερμιδικού φορτίου. Ίσως αυτό είναι και ένα μάθημα προς τους πολιτικούς άρχοντες, κυρίως στο τι επιλέγουν να βάλουν στην ατζέντα της ημερήσιας διάταξης και να επικεντρωθούν στην ουσία χωρίς λαϊκίστικο περιεχόμενο που ποντάρει στο ευκαιριακό virality σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κανείς δεν παρακολουθεί.