102 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, με αυτές τις λέξεις ξεκίνησε τον συγκινητικό του, αλλά καθόλου συναισθηματικά εκβιαστικό χαιρετισμό του το νεότερο μέλος της οικογένειας Σπέντζου που διαχειρίζεται για τρεις γενιές την πιο ιστορική κινηματογραφική αίθουσα της Αθήνας. Χτες το βράδυ όσοι καταφέραμε να βρούμε μια θέση στην αίθουσα του Ιντεάλ, δεν πήγαμε να δούμε σινεμά, πήγαμε για το σινεμά. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν ήξεραν καν τι ταινία θα δουν, απλά ένιωθαν ότι έπρεπε να είναι παρόντες σε αυτό το κάλεσμα, όχι για εκείνη την ταινία, αλλά γιατί το Ιντεάλ πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί για να μείνουν ζωντανές οι μνήμες των ταινιών που έχουν δει, για να δημιουργηθούν νέες για τις ταινίες που θα δουν.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτός και μόνο ο αριθμός 102, που σημαίνει ότι αυτή η αίθουσα κατάφερε να αντέξει Κατοχή, την επέλαση της τηλεόρασης, της βιντεοκασέτας και το DVD, του streaming αλλά και την υποχρεωτική διακοπή λειτουργίας λόγω πανδημίας, είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να κριθεί διατηρητέα η χρήση του χώρου. Άλλα όχι στη χώρα που διαμαρτύρεται όταν χώρες όπως η Τουρκία ή το Ηνωμένο Βασίλειο κακοποιούν την πολιτιστική της κληρονομιά, όχι επειδή νοιάζεται ουσιαστικά για αυτή, αλλά γιατί μάλλον επιθυμεί διακαώς να κρατήσει για πάρτη της το δικαίωμα της κακοποίησης.
Δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν η οικογένεια Σπέντζου θα καταφέρει να κληρονομήσει τη χρήση του Ιντεάλ στην τέταρτη γενιά της, το Ιντεάλ, όπως και το Άστορ και η Ίριδα ξεφεύγει από τα στενά όρια μιας οικογενειακής επιχείρησης που πρέπει να σωθεί για συναισθηματικούς λόγους.
Αυτές τις μέρες έξω από τις τρεις αυτές ιστορικές αίθουσες της Αθήνας συμβαίνει κάτι το σπουδαίο, χιλιάδες κόσμου υπογράφουν για τη διάσωσή τους, περιμένουν υπομονετικά για να προλάβουν κάποια από τις προγραμματισμένες προβολές και με αυτή τους την παρουσία βάζουν ένα ανάχωμα απέναντι σε αυτό το κύμα που μετατρέπει την πόλη με σχετικά γοργά βήματα σε ένα θεματικό πάρκο για τουρίστες του τριημέρου, ψηφιακούς νομάδες και άλλες μορφές νεοαποικιοποίησης.
Το σχέδιο της αξιοποίησης του μεγάρου Σλήμαν είναι ακόμα ένα φιλόδοξο σχέδιο αξιοποίησης ενός ιστορικού κτιρίου που σίγουρα αξίζει μια καλύτερη μοίρα από αυτή που έχει. Ωστόσο εδώ δεν μιλάμε μόνο για ένα παρατημένο κτίριο που μαράζωσε με την ευθύνη του ιδιοκτήτη του, του ΙΚΑ στην προκειμένη περίπτωση. Το μέγαρο Σλήμαν καταλαμβάνει 8.000 τμ ενώ το Ιντεάλ είναι τα 800 τμ από αυτά. Δηλαδή αρκεί και μόνο μια έκπτωση της τάξης του 10% από ένα έργο ανάπλασης που κανείς δεν λέει ότι δεν πρέπει να γίνει, για να σωθεί ένα ιστορικό τοπόσημο της Αθήνας.
Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από το ανακοινωθέν του προαναγγελθέντος θανάτου του Ιντεάλ, πριν καν ολοκληρωθεί ο πλειοδοτικός διαγωνισμός του μεγάρου Σλήμαν, άρα υπήρχε χρόνος για να σωθεί. Αυτό που δεν υπήρχε ήταν η διάθεση και η υπόσχεση ότι η αίθουσα θα συνεχίσει να υπάρχει με τη μορφή ενός συνεδριακού πολυχώρου, στον οποίο θα παίζεται και καμία ταινία αραιά και πού, έτσι για ξεκάρφωμα.
Από το τι επιλέγεται να σωθεί και τι όχι από όσα αποτελούν κομμάτι της ταυτότητας της πόλης, είναι προφανές πλέον ότι σκοτώνεται ό,τι δεν αφορά τους τουρίστες και ό,τι δεν μπορούν να σκοτώσουν, τότε δημιουργούν τις συνθήκες για να μην μπορεί να ζήσει. Κανένας τουρίστας δεν θα έρθει στην Αθήνα να δει σινεμά, άρα γιατί να υπάρχει στο κέντρο; Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια μορφή μετατροπής ολόκληρης της πόλης σε ένα περιβάλλον βραχυχρόνιας μίσθωσης. Οι Αθηναίοι δεν θα μπορούν να ζήσουν στο κέντρο της πόλης, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Χωρίς σπίτια για ενοικίαση, χωρίς ψυχαγωγία, μαγαζιά που να απευθύνονται σε αυτούς. Ούτε να ζήσει, αλλά ούτε και να επιβιώσει κανείς θα μπορεί πλέον. Αλλά ποιον αφορά στην τελική αυτό, εκτός από μερικές χιλιάδες ενοχλητικών ανθρώπων;
Το μίσος και η αδιαφορία για την αισθητική αυτής της πόλης είναι θεσμικό, έχει ποτίσει τη συνείδηση των Αθηναίων, αρχόντων και δημοτών. Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να λέμε πόσο άσχημη είναι αυτή η πόλη και ότι τίποτα δεν μπορεί να τη φτιάξει. Μπορούμε μόνο να το αποδεχτούμε σαν γεγονός ώστε να εκπαιδευτούμε να αντιμετωπίζουμε την πορεία της περαιτέρω υποβάθμισής της σαν μια φυσιολογική πορεία φθοράς, κανείς δεν έχει απαιτήσεις από μια άσχημη πόλη.
Σημεία σαν το Ιντέαλ, το Άστορ και την Ίριδα χαλάνε αυτό το αφήγημα μιζέριας. Η μοναδική υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν σε αυτό είναι να γίνουν μια μακρινή ανάμνηση σαν καρτ ποστάλ ή παλιών φωτογραφιών της Αθήνας σαν τις χριστουγεννιάτικες έξω από το Μινιόν, του Νέον στην Ομόνοια και γενικά να χρησιμεύουν μόνο σαν αποδείξεις μιας Αθήνας που ασχημαίνει συνέχεια μέχρι να γίνει αβίωτη για τους κατοίκους της.
Κλείστε τα, δεν μας αξίζουν.