Έχει περάσει ακριβώς ένας μήνας από τον θάνατο του Ζάχου Χατζηφωτίου και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα στο άκουσμα της είδησης δεν ήταν ούτε ο γάμος του με την Τζένη Καρέζη, ούτε κάποιο άλλο κοσμικό επίτευγμα ενός ανθρώπου που οι περισσότεροι τον θυμούνται για την καλή ζωή και την γκρίνια του για το πώς κατέληξε το Κολωνάκι. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν η ηλικία του και με δεδομένο ότι ήταν βετεράνος της Μάχης του Ρίμινι συνειδητοποίησα για πρώτη φορά με πολύ έντονο συναίσθημα, ότι η γενιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει περάσει σχεδόν ολόκληρη στην αθανασία. Όχι, αυτοί οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, όσοι συμμετείχαν σε αυτόν τον πόλεμο, από τα βουνά της Αλβανίας, μέχρι το Τομπρούκ και από τις ναυτικές περιπολίες στον Ινδικό ωκεανό, μέχρι την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, έχουν κερδίσει επάξια το status της αθανασίας.
Αυτή η αθανασία έρχεται με ένα δυσβάσταχτο κόστος για εμάς τους θνητούς. Ανήκω σε μια γενιά, ίσως την τελευταία που παρέλασε σαν μαθητής στις ίδιες παρελάσεις με τους βετεράνους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έζησα από κοντά τις αδελφές νοσοκόμες να σπρώχνουν τα αναπηρικά αμαξίδια με αυτούς που γύρισαν με τα πόδια από την Κορυτσά, μια ζωντανή εικόνα που η αφήγησή μου δεν ξέρω αν θα είναι αρκετή για τα παιδιά μου. Ο χρόνος λοιπόν, κόβει ένα νήμα σε αυτή τη στιγμή της ιστορίας.
Η προφορική ιστορία που έχουμε για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο γράφει το τελευταίο της κεφάλαιο πριν κλείσει οριστικά αυτό το βιβλίο. Είναι κάπως στενάχωρο για εμάς που ζούμε σε αυτή τη χρονική στιγμή, αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι αυτό το συναίσθημα που πρέπει να κυριαρχήσει. Εκτός από στεναχώρια δεν πρέπει να υπάρξει και κανένα είδος νοσταλγίας. Όσοι προλάβαμε να κουνήσουμε τα πλαστικά μας σημαιάκια δίπλα σε αυτούς τους ήρωες, ας κρατήσουμε για τον εαυτό μας αυτές τις εικόνες και ας αποφύγουμε άλλα δακρύβρεχτα και συγκινησιακές αναφορές, η 28η Οκτωβρίου και ολόκληρος ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αφορά εμάς, αλλά τις επόμενες γενιές. Αυτό το θέμα των επόμενων γενιών μου θύμισε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εντελώς συμπτωματικά θυμήθηκα μια κουβέντα που είχα κάνει πριν από λίγα χρόνια με τη Μιχάλ Γκοβρίν, καθηγήτρια στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ με ειδίκευση στη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος. Με μεγάλη μου έκπληξη την άκουσα να μου εξηγεί ότι το Ολοκαύτωμα μόλις που άρχισε να διδάσκεται συστηματικά σαν ιστορικό γεγονός στο Ισραήλ. Προσέξτε, η αναφορά είναι σαν ιστορικό γεγονός, γιατί το Ολοκαύτωμα ως η στάχτη μέσα από την οποία ξεπήδησε το κράτος του Ισραήλ, είναι ένα γεγονός που είχε μπει κάτω από άλλα πρίσματα μέχρι πρότινος. Από το πρίσμα της δικαιοσύνης, μέχρι το πολιτιστικό, για παράδειγμα, το Ολοκαύτωμα έμενε για δεκαετίες στη σφαίρα της προφορικής ιστορίας.
Η ανάγκη για αλλαγή όπως μου εξήγησε η Γκοβρίν, κόρη επιζήσασας στρατοπέδου συγκέντρωσης, ήταν το πλήρωμα του χρόνου. Σε λίγα χρόνια δεν θα ζει κανείς από όσους επιβίωσαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι νέες γενιές θα χάσουν αυτή την πολύτιμη πηγή απευθείας γνώσης και είναι απολύτως απαραίτητο να φτιαχτεί ένα μαθησιακό πλαίσιο όπου το Ολοκαύτωμα θα διδάσκεται με τρόπο που δεν θα παρουσιάζεται ως ένα μακρινό ιστορικό γεγονός που δεν αφορά τις σύγχρονες γενιές. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη σχετική χρονική εγγύτητα που έχει σαν ιστορικό γεγονός, αλλά και με τα διδάγματα που πρέπει να πάντα να βγαίνουν μέσα τέτοιας έκτασης τραγωδίες.
Στη δική μας περίπτωση ισχύει στο ακέραιο τόσο το κομμάτι της εθνικής μνήμης, όσο και αυτό των διδαγμάτων, άλλωστε για τον ίδιο πόλεμο μιλάμε, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμα. Κάνοντας μια γρήγορη αναδρομή στα υπόλοιπα σημαντικά ιστορικά γεγονότα της νεώτερης ιστορίας μας, είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ένα μοτίβο που τα αδικεί κατάφορα. Από τα χρόνια που ετοίμασαν το έδαφος της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821, μέχρι την Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923, ένας ολόκληρος αιώνας μέσα από τον οποίο χτίστηκε αυτό που σήμερα λέγεται Ελλάδα, ακροβατεί μεταξύ μύθου και λήθης.
Από όσα συγκλονιστικά έγιναν σε αυτά τα περίπου 100 χρόνια, ας πάρουμε για παράδειγμα την 3η Σεπτεμβρίου του 1844. Στο άκουσμα της 3/9 οι περισσότεροι θυμούνται μέτριου γέλιου memes με το ΠΑΣΟΚ και την επέτειο ίδρυσής του, ενώ κάποιοι άλλοι θυμούνται το αθηναϊκό βουλεβάρτο, παράλληλο της Πατησίων, που τέμνει την Αθήνα σε καλή και κακόφημη. Ενώ στην πραγματικότητα είναι μία ημερομηνία που τέμνει την ελληνική ιστορία και οι ελάχιστοι που θυμούνται ότι εκείνη τη μέρα έγινε η περίφημη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που οδήγησε στη σύνταξη Συντάγματος, αγνοούν τις κοινωνικές διεργασίες που οδήγησε τη φρουρά της Αθήνας στην πλατεία που σήμερα γνωρίζουμε σαν Συντάγματος.
Αυτή η θολή εικόνα που έχουμε για εκείνα τα χρόνια, λες και η 3η Σεπτεμβρίου του 1844 ήταν κάτι σαν μονοήμερη απεργία της ΓΣΕΕ για το ασφαλιστικό, είναι η άλλη όψη του νομίσματος για την επιδερμική μυθολογία που καλύπτει όσα έγιναν από την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία το 1821, μέχρι την άφιξη των προσφύγων που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή. Η απλή παράθεση ημερομηνιών και τοπωνυμίων δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ιστορική μνήμη από τη στιγμή που μοιάζει περισσότερο με ιστορική λήθη.
Η 28η Οκτωβρίου σαν ορόσημο, της επίσημης εισόδου της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι μια χρυσή ευκαιρία. Αποχαιρετώντας τη σπουδαιότερη γενιά, όπως χαρακτηρίστηκε χωρίς καμία δόση υπερβολής, χρέος ημών είναι να μην αφήσουμε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να πέσει στην άδοξη μοίρα των άλλων μεγάλων στιγμών του Ελληνισμού, δυσάρεστων ή ευχάριστων.
Με τις δευτερογενείς αναμνήσεις που μας εντυπώθηκαν μέσα από τις πρωτογενείς αφηγήσεις, σαν εφόδιο, ας ξεκινήσουμε από αύριο κιόλας το χτίσιμο μιας ιστορικής μνήμης που δεν θα αναλώνεται στο φολκλόρ και την επιφανειακή συγκίνηση με απλοϊκά σχήματα καλού-κακού. Κι αυτό γιατί 8 δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει αρχίζει να ξεθωριάζει η βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να ζήσουμε στο μέλλον ένα ακόμα μεγάλο πόλεμο στη γειτονιά μας. Σε μία άκρως ρευστή γεωπολιτική σκακιέρα, με την Ουκρανία να είναι ίσως ένα πρελούδιο κάτι πολύ μεγαλύτερου και σε μεγάλο βάθος χρόνου να έρχεται, τα διδάγματα αυτού του πολέμου, ειδικά μέσα από το πρίσμα του πώς τον έζησε η Ελλάδα, είναι πιο επίκαιρα και πιο ζωτικής σημασίας από ποτέ. Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε και αυτή θα είναι η καλύτερη απόδοση τιμής σε μια γενιά που φεύγει οριστικά.