Ειλικρινά δεν ξέρουμε πλέον τι είναι πιο σοκαριστικό. Και μόνο που ακούς ότι πίσω από τον εμπρησμό στη Λέσβο βρίσκεται ένας 10χρονος αυτόματα σκιάζεσαι καθώς φέρεται να έχει βάλει φωτιές σε δυο αλσύλλια στην περιοχή Αγία Κυριακή. Ακούς την ηλικία του και σου σηκώνεται η τρίχα, όχι όμως τόσο όσο και η απάντησή του στις Αρχές. Μια εξήγηση που σου κόβει πόδια, κυρίως γιατί συνειδητοποιείς ότι δεν θα είναι ο μόνος ο οποίος μεγαλώνει δίχως να έχει αίσθηση των πράξεών του.
«Έβαλα φωτιές γιατί μου αρέσει να βλέπω τους πυροσβέστες να τις σβήνουν». Χρειάζεται να συζητήσουμε κάτι άλλο;
Σε μια χώρα που ο εμπρησμός εξελίσσεται σε δεύτερη φύση κάθε καλοκαίρι, εκεί που λες ότι δεν έχει άλλο πάτο το βαρέλι, έρχεται ένας 10χρονος, παραμελημένος (λογικά) από γονείς που δεν έχει τι να κάνει και διασκεδάζει με τις φλόγες, δίχως να του πει κάποιος ότι αυτό που κάνει είναι επικίνδυνο τόσο για τον γύρω κόσμο, όσο και για εκείνον.
Έχει πραγματικά σημασία το τι προκαλεί τις φωτιές αν δεν κάνεις κάτι γι’αυτό;
Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Το χειρότερο από όλα όμως είναι και το ενδεχόμενο να ξέρει ότι είναι επικίνδυνο αλλά και πάλι να άναψε το σπίρτο ή τον αναπτήρα απλά και μόνο για να διασκεδάσει. Ποιος ξέρει τι μπορεί να έχει περάσει αυτό το πλάσμα για να φτάσει στο σημείο να πει στα 10 του χρόνια ότι έβαλε φωτιά για διασκέδαση.
Όταν σε τόσο μικρή ηλικία η διασκέδασή σου δεν είναι να παίζεις με τους φίλους σου στα πάρκα ή videogames αλλά να προκαλείς την καταστροφή, στα 20 σου, στα 30 σου, στα 40 σου ποια θα είναι; Σε τέτοιες στιγμές ο θεσμός της οικογένειας και ο ρόλος των γονιών είναι απαραίτητος ακόμα και για ζητήματα που στα μάτια άλλων φαίνονται φυσιολογικά. Αν δεν έχει νοιαστεί κανείς για σένα όταν είσαι μικρός, πώς θα μάθεις να νοιάζεσαι και εσύ για τους υπόλοιπους; Με λίγα λόγια, όταν ένας 10χρονος είναι τόσο επικίνδυνος τι αισιοδοξία να υπάρχει για το μέλλον αυτού του κόσμου;
Κάπως έτσι η ατάκα «κάποιοι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν τον κόσμο να καίγεται» που βλέπαμε σε ταινίες, γίνεται πραγματικότητα και στη ζωή.