Ήρθε πάλι εκείνη η εποχή του χρόνου που βγάζουμε έξω τα τεφτέρια μας και λογαριάζουμε το κόστος των διακοπών στη Μύκονο για μία τετραμελή οικογένεια με αυτοκίνητο (sic). Αλήθεια ενδιαφέρει πραγματικά κανέναν αυτό; Είναι σαν να κάνουμε συγκριτικό μικρομεσαίων hatchback και δίπλα στην Corolla και το Golf να βάλουμε μια Bugatti μόνο και μόνο για να πούμε ότι μια αλλαγή λαδιών κοστίζει όσο ένα από προαναφερθέντα αυτοκίνητα. Είναι εντυπωσιακό το ότι για να αλλάξεις λάδια σε μια Chiron κάνει 25.000€, αλλά κανείς ιδιοκτήτης μικρομεσαίου αυτοκινήτου δεν εξοργίζεται στο άκουσμα αυτής της πληροφορίας.
Πίσω από αυτή την οργή, η οποία κρατάει μέχρι την επόμενη «εξοργιστική» είδηση, δηλαδή 2-3 ειδήσεις πιο κάτω στο ενημερωτικό μας doom scrolling, κρύβεται μια αδιόρατη νοσταλγία για πράγματα που έχουμε ζήσει ή νομίζουμε ότι έχουμε ζήσει. Στο μυαλό κάποιων η Μύκονος είναι το νησί της νιότης τους. Έφταναν με τα χίλια ζόρια μετά από ένα ταξίδι με ένα καράβι, ο Θεός να το κάνει και στην προκυμαία τους περίμεναν οι κράχτες με τις πινακίδες «ρουμ του λετ» και στο δωμάτιο τους περίμενε η κυρία Μαριγώ με γλυκό του κουταλιού και κοπανιστή. Πάρα πολύ ρομαντικά όλα αυτά, αλλά έχουν σταματήσει να συμβαίνουν εδώ και δεκαετίες.
Η Μύκονος δεν είναι πια εκείνο το νησί με τις ωραίες παρθένες παραλίες (ωραίες είναι ακόμα οι παραλίες, αλλά δεν είναι παρθένες), με τον ελευθεριακό έρωτα και γενικά όλα εκείνα τα στοιχεία που την έβαλαν στον παγκόσμιο χάρτη ως κάτι το μοναδικό. Θα νόμιζε κανείς ότι μετά από τόσα χρόνια που έπαψε να προσελκύει «καθημερινούς Έλληνες τουρίστες» δεν θα υπήρχε καμία διάθεση για γκρίνια και απαίτηση για μείωση των τιμών και πάταξη του φαινομένου της αισχροκέρδειας.
Όσο οξύμωρο κι αν μοιάζει αυτό το φαινόμενο, είναι απολύτως φυσιολογικό ως προς τη στιγμή της έξαρσής του. Η νοσταλγία είναι κάτι που θέλει τον χρόνο της για να ωριμάσει, από το φαινόμενο της Ostalgie στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας ή με το δικό μας φαινόμενο με τα memes για τα χρυσά χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να περάσουν τόσα χρόνια όσα χρειάζονται για να γεννηθεί αυτό το «στερητικό σύνδρομο» και επίσης τόσα χρόνια ώστε να ξέρουμε όλοι ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα νεκρανάστασης της Αλεξάνδρειας που χάσαμε.
Ακόμα και χωρίς το πρόσφατο κύμα ακρίβειας, ακόμα και χωρίς την ανάπτυξη που γνωρίζουν και άλλα πολλά νησιά, η Μύκονος έχει χαράξει προ πολλού τη δική της ρότα. Δηλαδή από τη στιγμή που το σουβλάκι είχε στη Μύκονο 5€ ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν είχε φτάσει ακόμα τα 2€ θα έπρεπε να καταλάβουμε ότι αυτό το σουβλάκι και κατ’επέκταση αυτό το νησί δεν είναι πεδίο πραγμάτωσης των μικροαστικών ονείρων θερινής νυκτός. Από εκεί και πέρα μικρή σημασία έχει το αν θα φτάσει τα 10€, τα 25€ ή τα 50€. Αυτές οι τιμές απευθύνονται μόνο σε πλούσιους ή ηλίθιους ή ματαιόδοξους ή και στα τρία αυτά μαζί.
Δεν έχει σημασία αν το μοντέλο που ακολουθεί η Μύκονος είναι σωστό ή λάθος. Δεν έχει καν σημασία η ρητορική που λέει ότι καλά κάνει και είναι ακριβή η Μύκονος γιατί έτσι έρχονται λεφτά στη χώρα και μπαίνουν και έσοδα στα ταμεία του κράτους από την απόδοση του ΦΠΑΧΑΧΑΧΑ. Φυσικά δεν έχει καμία απολύτως σημασία ούτε και για τα λεφτά που παίρνουν όσοι δουλεύουν σεζόν, γιατί μαντέψτε τα πουρμπουάρ δεν είναι για όλους, αλλά οι μισθοί είναι.
Αυτή τη στιγμή η Μύκονος είναι μια κανονική βιομηχανία, όχι με την κλισεδιάρικη έννοια της βαριάς μας βιομηχανίας, αλλά μια κανονική βιομηχανία που δουλεύει 12 μήνες τον χρόνο. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το χειμερινό της στήσιμο για την σεζόν απαιτεί τόσα πολλά εργατικά χέρια, που ζουν μόνιμα στο νησί, ακόμα και τον χειμώνα 3.000 Αλβανοί σχηματίζοντας μια κοινότητα που αποτελεί περίπου το ⅓ του μόνιμου πληθυσμού του νησιού. Η Μύκονος λοιπόν μοιάζει περισσότερο με μια Βι.Πε. στο σχήμα μιας Κυκλάδας παρά με αυτό που έχουν οι περισσότεροι νοσταλγοί στο μυαλό τους.
Το ερώτημα για το αν αυτό το μοντέλο είναι βιώσιμο παραμένει και είναι αρκετά σοβαρό. Είναι πολύ πιθανό η Μύκονος να γίνει ακόμα πιο exclusive, να μην υπάρχει καν κανονική ακτοπλοϊκή σύνδεση και να πηγαίνεις μόνο με lear jet και θαλαμηγούς στο μέγεθος του εγώ του Cristiano Ronaldo. Είναι ακριβώς το ίδιο πιθανό να πρόκειται για μια μεγάλη αρπαχτή, μια φούσκα που μελλοντικά θα σκάσει. Ο μοναδικός τρόπος για να μάθουμε το ποιο από τα δύο σενάρια θα βγει αληθινό είναι να πάει αύριο κιόλας το πιτόγυρο στα 50€. Έτσι κι αλλιώς από πίτα (pun intended) που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καείς;