To Πάσχα στο χωριό είναι ένα τελετουργικό που βρίσκεται στον πυρήνα αυτού που μάθαμε να ονομάζουμε ελληνική μικροαστική οικογένεια. Γεννήθηκε πάνω στα απόνερα του πρώτου μεγάλου κύματος εσωτερικής μετανάστευσης προς την Αθήνα στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι νέοι κάτοικοι των Αθηνών δεν ήταν ποτέ έτοιμοι να κόψουν τους δεσμούς τους με τον τόπο που γεννήθηκαν και κυρίως δεν ήταν έτοιμοι να κόψουν τους δεσμούς αίματος με όσους άφησαν πίσω τους σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.
Ίσως τελικά το χωριό σου να μην είναι και το καλύτερο μέρος για να κάνεις Πάσχα
Σημαντικό ρόλο στην ταυτότητα αυτών των νέων Αθηναίων έπαιξε και η αρχικά προβληματική τους ενσωμάτωση στον κοινωνικό, αλλά και πολεοδομικό ιστό της πόλης. Τα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ της άφιξης των πρώτων εσωτερικών μεταναστών και της άνθησης της αντιπαροχής, το ζήτημα της κατοικίας δεν ήταν μόνο ένα οξύ πρόβλημα, αλλά και ένας σοβαρός παράγοντας χτισίματος μιας παράλληλης ταυτότητας. Ακόμα και σήμερα η ερώτηση «Από πού είσαι» συνεχίζει να ακούγεται μεταξύ Αθηναίων που συστήνονται μεταξύ τους. Ακόμα κι αν έχουμε γεννηθεί στην Αθήνα, ακόμα κι αν οι γονείς μας έχουν γεννηθεί στην Αθήνα, οι περισσότεροι από όσους έχουμε κάποια καταγωγή από την επαρχία νιώθουμε την ανάγκη να πούμε από πού είμαστε.
Παρά τον ρατσισμό που γνώρισαν εκείνοι οι πρώτοι ταξιδιώτες στην Ομόνοια, στο λιμάνι του Πειραιά και στον σταθμό Λαρίσης, κατάφεραν να μας μεταλαμπαδεύσουν ένα είδος τοπικής «εθνικής» υπερηφάνειας για έναν τόπο στον οποίο δεν γεννηθήκαμε. Ο μηχανισμός που κράτησε ζωντανό αυτό το νήμα μεταξύ Αθήνας και επαρχίας είναι οι «θεσμικές» επισκέψεις στο χωριό. Υπάρχουν πολλές τέτοιες επισκέψεις, από τα τριήμερα που μπορεί να είναι από την Καθαρά Δευτέρα και οποιαδήποτε άλλη αργία πέσει Δευτέρα ή Παρασκευή, το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος, το τοπικό πανηγύρι, οι βαφτίσεις και οι γάμοι. Όμως δεν είναι όλα τα χωριά κατάλληλα για όλες τις περιστάσεις, για όλες τις αποστάσεις και όλες τις καιρικές συνθήκες. Από τα Τζουμέρκα μέχρι την Πελοπόννησο κι από τον Έβρο μέχρι τη Σητεία, δεν έχουν όλοι την ίδια δυνατότητα να «πεταχτούν» όλες τις εποχές για κάποια εκδήλωση στον τόπο τους.
Υπάρχει ωστόσο μία και μόνο αφορμή που μπορεί όχι μόνο να ερημώσει την Αθήνα, αλλά και να γεμίσει με κόσμο τα χωριά σε ολόκληρη την Ελλάδα, είτε πρόκειται για ένα γραφικό νησί, είτε για ένα αδιάφορο ημιορεινό χωριό χωρίς κανένα αντικειμενικά ωραίο στοιχείο. Φυσικά αυτή η αφορμή δεν είναι καμία άλλη εκτός από το Πάσχα.
Ο πραγματικός ήρωας του Πάσχα είναι αυτός που δεν κάνει απολύτως τίποτα
Ο καιρός το Πάσχα είναι σχετικά καλός σε όλη την Ελλάδα, από το Νευροκόπι, μέχρι την Καλαμάτα, άρα κανείς δεν έχει κάποια δυσκολία μετακίνησης. Ως η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη γιορτή της Ορθοδοξίας, η Ανάσταση, έχει το απαιτούμενο ειδικό βάρος, ακόμα και για όσους δεν είναι ιδιαίτερα πιστοί. Είναι και ένα είδος χάρης στους πιο ηλικιωμένους που έχουν μείνει στο χωριό να φυλάνε Θερμοπύλες, η στιγμή που γεμίζει για λίγες ημέρες η εκκλησία του χωριού, δίνει την ψευδαίσθηση ότι κανείς ποτέ δεν εγκατέλειψε τον τόπο αυτό.
Μιλώντας για τους ηλικιωμένους που ζουν ακόμα στα χωριά, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι αυτοί ο πραγματικός συνδετικός κρίκος και οι ρίζες μας με τους τόπους αυτούς. Στην απογραφή που έγινε πριν από 10 χρόνια το χωριό μου, ένα μηδαμινού τουριστικού ενδιαφέροντος πεδινό χωριό και με τρομερό ποσοστό μεταναστών σε Γερμανία και Αθήνα, είχε περίπου 200 μόνιμους κατοίκους. Στις εορταστικές ημέρες ο πληθυσμός ήταν τουλάχιστον τριπλάσιος. Σήμερα έχει 40 και στις εορταστικές ημέρες είναι και πάλι ο τριπλάσιος, αλλά το τριπλάσιο του 40. Σε δέκα χρόνια από σήμερα κανείς δεν ξέρει αν θα έχει έστω και έναν μόνιμο κάτοικο, αλλά σίγουρα θα έχει πολύ λιγότερους επισκέπτες.
Αυτό σημαίνει ότι σιγά-σιγά εκλείπει και ο πραγματικός λόγος της επίσκεψης σε αυτό. Θείοι και ξαδέρφια από διαφορετικούς τόπους μόνιμης διαμονής πλέον συναντιούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολύ πριν μπούμε στο Metaverse, το ψηφιακό πλέγμα των επαφών μας έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα εικονικό χωριό με το μέσο να έχει τον ρόλο των ηλικιωμένων του χωριού. Η τρίτη γενιά «νέων Αθηναίων» χάνει σταδιακά αυτό το νήμα. Η τέταρτη μάλλον δεν θα το έχει καν και κάπως έτσι φτάνουμε στο τέλος των Αθηναίων που είναι από κάπου. Άραγε αυτοί θα γυρίσουν ποτέ για κάποιο Πάσχα στο «χωριό» τους;
Κάποιοι είναι πιο τυχεροί από κάποιους άλλους στον τόπο της καταγωγής τους, μαζί τους είναι πιο τυχεροί και οι τόποι τους. Πριν από 50-70 χρόνια ένα χωριό της Ηπείρου ήταν το ίδιο αφιλόξενο με ένα μικρό νησί των Κυκλάδων και ανάγκαζε τις παραγωγικές του γενιές να το εγκαταλείψουν για μια καλύτερη τύχη. Αυτό φυσικά είναι κάτι που δεν ισχύει πια. Εκτός από τα «ευλογημένα» από την τουριστική εκμετάλλευση νησιά, υπάρχουν και πάρα αρκετά ορεινά στην ηπειρωτική Ελλάδα που γνωρίζουν τουριστική άνθηση, αλλά για κάθε ένα τέτοιο χωριό υπάρχουν δεκάδες άλλα που ερημώνουν.
Γιατί είναι σημάδι ωριμότητας όταν προτιμάς το Πάσχα από τα Χριστούγεννα
Αν όλο το σόι βρίσκεται στην Αθήνα, δεν υπάρχουν συγγενείς και ανοιχτό σπίτι στο χωριό, μαγαζιά με είδη πρώτης ανάγκης σε μικρή ακτίνα, το να πάψεις να πηγαίνεις στο χωριό δεν είναι απλά επιλογή, εξαναγκάζεσαι να το κάνεις. Σε λίγα χρόνια ίσως τα σόγια μαζεύονται στην Αθήνα για το Πάσχα, κάποιοι το κάνουν ήδη, κάποιοι άλλοι θα κάνουν διακοπές σε πιο στενό οικογενειακό κύκλο σε κάποιον τουριστικό προορισμό. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να απολαύσουμε τα χωριά μας όσο έχουν ακόμα ζωή γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο και σταθερό όπως το νομίζουμε. Σταθερό και δεδομένο νόμιζαν και πριν από 5 γενιές ότι οι νέοι θα μείνουν στο χωριό να δουλέψουν και να κάνουν οικογένειες. Εμείς ας μην έχουμε αυταπάτες, αλλά να ζήσουμε τη στιγμή.