Θα ήταν εξαιρετικά υπεραπλουστευτικό σχήμα και ίσως να αποτελεί μια κάποια ύβρη για όλη την Ευρώπη και τους δημοκρατικούς, αλλά οι γερμανικές ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές και οι γαλλικές προεδρικές είναι ίσως οι μόνες που έχουν πραγματική σημασία για την ήπειρο. Είναι μια σκέψη που δεν απέχει και πάρα πολύ από την πραγματικότητα. Οι τάσεις και οι συμμαχίες που θα καθορίσουν το ποιος θα είναι ο Γερμανός καγκελάριος είναι αυτές που θα εκλέξουν τον de facto πολιτικό ηγέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, στον κάθε ένα γύρο τους ξεχωριστά, είναι αυτές που δείχνουν σαν μετεωρολογικό δελτίο κατά πού πάει το πράγμα. Τα πολιτικά γεγονότα της Γαλλίας, όχι μόνο οι εκλογές, είναι συχνά πυκνά το πρώτο κομμάτι του ντόμινο που πέφτει και ειδικά στην Ελλάδα το γνωρίζουμε πολύ καλά αυτό, από τον Μάη του ‘68 και τον Μιτεράν, μέχρι τη μεγάλη επιστροφή του Σιράκ και την έκπληξη του Ζαν Μαρί Λεπέν. Σε κάθε μία από αυτές τις στιγμές, και σε ακόμα περισσότερες, μπορούμε να βρούμε την ελληνική της αναλογία, άρα μόνο αδιάφορος δεν μπορεί να περάσει ο χθεσινός πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών.
Ξεκινώντας τον σχολιασμό των αποτελεσμάτων ίσως αξίζει να το πάμε ανάποδα βλέποντας τα εκκωφαντικά αποτελέσματα του άλλοτε πανίσχυρου δικομματισμού. οι σοσιαλιστές και δεξιά κατάφεραν να συγκεντρώσουν αθροιστικά γύρω στο 6,5% βάζοντας και τυπικά τέλος σε ένα δίπολο που κυριάρχησε στη Γαλλία για δεκαετίες. λέμε τυπικά γιατί δεν ήταν κάτι παραπάνω από το τελευταίο καρφί στο φέρετρο, μιας και το τέλος είχε προαναγγελθεί στις τελευταίες εκλογές με το αποτέλεσμα-έκπληξη (;) του Εμανουέλ Μακρόν.
Τότε είχαμε τον αποκλεισμό, όχι και τόσο έκπληξη, του Φρανσουά Φιγιόν και της «επίσημης» δεξιάς από τον δεύτερο γύρο και οι μετέπειτα δικαστικές του περιπέτειες επιβεβαίωσαν την αγάπη που έχει η γαλλική δεξιά με τα σκάνδαλα και οδήγησε το κόμμα σε μια βαθιά κρίση και κυρίως απαξίωση. Κάποιοι είδαν τότε τον δεύτερο γύρο τον εκλογών σαν ένα remake του δεύτερου γύρου του 2002, όπου ο Ζαν-Μαρί Λεπέν έκανε πράγματι την έκπληξη και τέσταρε επιτυχώς τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του γαλλικού λαού δίνοντας ένα εντυπωσιακό ποσοστό στον Σιράκ σε μια ευκαιριακή πολιτική συμμαχία που δεν είχε ξαναγίνει. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι ότι οι Γάλλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποκύψουν και πάλι σε έναν τέτοιο εκβιασμό, κάτι που η παραδοσιακή γαλλική γραφειοκρατία δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να κατανοήσει. Εκείνες οι εκλογές ήταν μια ευκαιρία για τους mainstream πολιτικούς σχηματισμούς να κατανοήσουν πως η διαφθορά δεν είναι αναγκαίο κακό στους κόλπους τους, αλλά διαβρώνει τους ίδιους και μαζί με αυτούς και τα θεμέλια της γαλλικής δημοκρατίας. Ήταν μια χαμένη ευκαιρία.
Γιατί οι Γάλλοι Πρόεδροι αγαπούν τόσο πολύ τα σκάνδαλα;
Στις εκλογές του 2017 ο δεύτερος γύρος μεταξύ του Εμανουέλ Μακρόν και της Μαρίν (κόρη του Ζαν-Μαρί) Λεπέν δεν είχε τα χαρακτηριστικά της πάνδημης καταδίκης της ακροδεξιάς, και δεν θα μπορούσε να τα έχει, όσο κι αν αυτό επιθυμούσαν οι φίλοι και οπαδοί του Μακρόν. Το ποσοστό του Σιράκ το 2002 ήταν άπιαστο όνειρο και σε αυτό είχαν όλοι μερίδιο ευθύνης, ακόμα και ο Μακρόν. Ακόμα και αυτός ο μετριοπαθής κεντρώος, με δυνατό του χαρτί ότι δεν ήταν επίσημος υποψήφιος του δικομματισμού, ήταν εξίσου αντισυστιμικός με τη Λεπέν. Γνώριζε πολύ καλά ότι η «δημοκρατική πανστρατιά» δεν θα μπορούσε να είναι αρκετή. Αν το έκανε θα έδινε ένα ακόμα φιλί ζωής στον ετοιμοθάνατο δικομματισμό παρουσιάζοντας εαυτόν ως σωσίβιο και μια «κεντρώα παρένθεση». Πείθοντας τον κόσμο να ψηφίσει Μακρόν και όχι αντι-Λεπέν έβαλε τα θεμέλια και για μια δεύτερη θητεία, αρκεί βέβαια να τα πήγαινε καλά στην πρώτη.
Το αντι-Λεπέν χαρτί δεν θα μπορούσε να παιχτεί για έναν ακόμα λόγο, η κόρη έχει βάλει πολύ νερό στο ακροδεξιό νερό του πατέρα της εγκολπώνοντας πολλά από τα συνθήματα και τα αιτήματα της παραδοσιακής γαλλικής αριστεράς. Έχει καταφέρει να ανοίξει το ακροατήριό της ακόμα και σε κοινότητες Γάλλων αραβικής και αφρικανικής καταγωγής, χτίζοντας μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία που ακροβατεί ανάμεσα στην παραδοσιακή γκωλική δεξιά και σε έναν new age συντηρητικό λαϊκισμό.
Η αναμέτρηση του δεύτερου γύρου στις φετινές εκλογές έχει και πάλι το δίπολο Μακρόν-Λεπέν, αλλά τίποτα άλλο δεν είναι ίδιο σε αυτές τις εκλογές. Στον απόηχο της πανδημίας και στην έναρξη ενός πολέμου του οποίου τις συνέπειες δεν μπορούμε να προβλέψουμε ακόμα τόσο σε βραχυπρόθεσμο, αλλά ούτε και σε μακροπρόθεσμο διάστημα, αυτές οι εκλογές ήταν πολύ διαφορετικές. Στο άθροισμα των Μακρόν και Λεπέν θα πρέπει να προστεθεί και το ποσοστό του Μελανσόν, δίνοντας σχήμα σε ένα τρικομματικό σύστημα που εκφράζει τα ¾ των Γάλλων ψηφοφόρων με διαφορές στα ποσοστά στο όριο του στατιστικού λάθους. Αυτό σημαίνει ότι ήταν καθαρά θέμα τύχης το ποιοι δύο από τους τρεις θα περνούσαν στον δεύτερο γύρο και ότι η ψήφος στη Λεπέν έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι ψήφος διαμαρτυρίας, αλλά συνειδητή ψήφος εμπιστοσύνης για σχηματισμό κυβέρνησης.
Η πλευρά του Μακρόν θα περίμενε να είχε ένα ποσοστό πρώτου γύρου που θα του έδινε έναν σαφή αέρα νίκης, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε λόγω της «επανάστασης» που ήθελε να φέρει ο Γάλλος πρόεδρος. Η επιθυμία του να βάλει τη Γαλλία πολύ πιο ενεργά στον πυρήνα των εξελίξεων τον έκανε πολύ πιο ατλαντιστή από όσο μπορούν να ανεχθούν οι Γάλλοι. Το αντινατοΐκό-αντιαμερικανικό συναίσθημα στη Γαλλία τέμνει οριζόντια το πολιτικό σύστημα και με την αλλαγή πλεύσης που επιχείρησε ο Μακρόν δεν πήγε μόνο κόντρα σε μια γραμμή που ξεκινάει από τον Ντε Γκωλ και φτάνει μέχρι τον Σιράκ με ενδιάμεσο σταθμό τον Μιτεράν, αλλά ταυτόχρονα δίνει πολύτιμο έδαφος στη Λεπέν να εμφανίζεται πολύ πιο παραδοσιακή στη γαλλική πολιτική κουλτούρα και τελικά λιγότερο τρομακτικά αντισυστημική. Φυσικά η στάση της μπορεί να ερμηνευθεί ως σκληρά φιλορωσική, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν ο Ντε Γκωλ απέσυρε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ τη συνόδευσε με μια πολιτική σύγκλισης με τη Σοβιετική Ένωση πιο ένθερμη κι από την Ostpolitik του Βίλι Μπραντ.
Οι δημοσκοπήσεις δίνουν βραχεία κεφαλή στον Μακρόν που έχει και το μεγάλο πλεονέκτημα του εν ενεργεία προέδρου, αλλά αυτή τη φορά έχει τη δυσκολία της υπεράσπισης του έργου του. Η πανδημία γενικά δίνει πόντους στους εν ενεργεία ηγέτες. Οι απειλές που έρχονται από έξω έχουν την τάση να συσπειρώνουν τον λαό πίσω από την εκάστοτε ηγεσία, είτε αυτό είναι κάποιος πόλεμος είτε μια φυσική καταστροφή είτε μια πανδημία, γενικά παράγοντες που δεν μπορούν να προβλεφθούν από την κυβέρνηση. Όμως στη Γαλλία τα περιοριστικά μέτρα γνώρισαν σθεναρή αντίσταση από έναν λαό που έχει συνηθίσει να μάχεται τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Αυτό είναι κάτι που δεν έχει ακόμα εκτιμηθεί στο κατά πόσο έχει «πληγώσει» τις σχέσεις του Μακρόν με τους πολίτες, ωστόσο η χλιαρή αντίθεση της Λεπέν στα πιστοποιητικά εμβολιασμού κλπ, ίσως κεφαλαιοποιηθεί.
Το αν θα έχει νέα ένοικο το προεδρικό μέγαρο δεν μπορεί ακόμα να εκτιμηθεί, όμως σίγουρα υπάρχει κάτι δεδομένο. Ο νέος γαλλικός τρικομματισμός δεν είναι πλέον ένα φαινόμενο εξαίρεσης, αλλά η νέα κανονικότητα.