Ο 59χρονος στα Γρεβενά, βίασε και σκότωσε τη μητέρα του «επειδή έκαψε το φαγητό» - το 1993 είχε δολοφονήσει και τη γιαγιά του. Η 34χρονη που είχε απαγάγει το 10χρονο κορίτσι, είχε βιάσει τη μητέρα της. Έχουμε χάσει το μέτρημα με τις γυναικοκτονίες του 2021, άνθρωποι από τον χώρο του αθλητισμού, του θεάτρου και του θεάματος καταγγέλθηκαν για βιασμούς, σεξουαλικές κακοποιήσεις και ένα σωρό παραβατικές πράξεις, παρουσιαστής ανέβαζε βίντεο με τις ερωτικές συνευρέσεις με τις συντρόφους του εν αγνοία τους και είχε παρενοχλήσει τουλάχιστον δυο γυναίκες όταν ήταν ανήλικες, η κοινωνία μας κατρακυλάει στο τελευταίο σκαλοπάτι της ηθικής, παρακολουθώντας, σχεδόν σε λούπα μια «ταινία τρόμου» που όμως είναι η πραγματική ζωή.
Δεν είσαι αθώος αν γυρνάς το κεφάλι
Το αν «καταδικάζουμε» ή «κράζουμε» μέσα από τα social media, αν «απαιτούμε» την καταδίκη των ενόχων ή την αυστηροποίηση των Νόμων, είναι ένα πράγμα. Θετικό σε κάθε περίπτωση, που τουλάχιστον δείχνει ότι δεν έχουμε γίνει «ζώα», ότι ακόμα μας ευαισθητοποιούν και μας «ακουμπάνε» όλα αυτά που γίνονται δίπλα μας, ότι δεν σκρολάρουμε στο κινητό μας, τα βλέπουμε και πάμε παρακάτω, αντιμετωπίζοντάς τα σαν «πράγματα της καθημερινότητας που απλά συμβαίνουν». Δεν συμβαίνουν έτσι απλά. Συμβαίνουν γύρω μας, κοντά μας, στη διπλανή πολυκατοικία ή το ίδιο μας το χωριό, στη γειτονιά μας ή στον από κάτω όροφο. Συμβαίνουν δυστυχώς όλο και πιο συχνά, όλο και πιο βίαια και δραματικά. Συμβαίνουν και παίρνουν μαζί τους ανθρώπινες ζωές αλλά και ψυχές: άνθρωποι που επιζούν από τον εφιάλτη, ζουν την υπόλοιπη ζωή τους διαλυμένοι, ζωντανοί – νεκροί γεμάτοι πληγές που δεν θα επουλωθούν ποτέ.
Όπως αυτές που άφησε το στυγερό έγκλημα στα Γλυκά Νερά, με τη δολοφονία της Κaρολάιν:
Και πέρα από το «καταδικάζω» στα social media και τα cancel culture και την οργή γι’ αυτήν που διέκοψε μια παράσταση ή αυτόν που παρενόχλησε κάποιες γυναίκες, υπάρχει το «από δω και πέρα». Όχι το νομικό κομμάτι μόνο, όχι το αν θα αναβαθμιστούν σε κακουργήματα κάποια πλημμελήματα, όχι το τι θα αποφανθούν τα αρμόδια Δικαστήρια ή τι εισήγηση θα κάνει ο Εισαγγελέας, αλλά τι θα κάνουμε όλοι εμείς. Στην πραγματική ζωή και όχι στο πληκτρολόγιο και το smartphone.
Όλοι αυτοί που έκαναν όσα έκαναν, δεν φύτρωσαν στη γη, ούτε τους έφερε ο πελαργός. Είχαν ή έχουν γονείς, αδέλφια, συγγενείς, συζύγους, παιδιά, φίλους γείτονες, έναν κοινωνικό περίγυρο. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι σε κανενός την περίπτωση, κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα και κανείς δεν γνώριζε. Δεν μπορώ επίσης να σκεφτώ ότι κάποιοι γνώριζαν αλλά δεν μίλησαν «για να μην μπλέξουν» ή διότι «είναι το παιδί μου και το αγαπάω όπως κι αν είναι» ή «δεν πρόλαβα να μιλήσω» ή οτιδήποτε άλλο. Διότι όλη αυτή η ομερτά, αυτό το «μην μας πιάσει στο στόμα της η γειτονιά» και «τι θα πει ο κόσμος;», οδήγησε σε ένα σωρό τραγωδίες. Χάθηκαν ζωές επειδή κανείς δεν μίλησε, κανείς δεν απευθύνθηκε στην Αστυνομία, στην επιστήμη, σε ψυχίατρους και ψυχολόγους, σε κοινωνικούς λειτουργούς και τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Πώς μπορούμε να σώσουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς;
Ο κύκλος της βίας, της παράνοιας αυτής που ζούμε, δεν θα σπάσει από μόνος του. Ούτε ως δια μαγείας. Δεν θα ξυπνήσουμε μια ωραία πρωία του 2022 και θα έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης οι ανώμαλοι, οι παιδόφιλοι, οι κακοποιητές, οι σεξουαλικοί παραβάτες, οι γυναικοκτόνοι, οι τραμπούκοι. Κάπου εκεί γύρω μας θα είναι. Όσο τους παρακολουθούμε σιωπηλοί, όσο τους ακούμε το βράδυ να χτυπάνε τη γυναίκα και τα παιδιά τους ή να απειλούν τη μάνα τους σπάζοντας πράγματα στους τοίχους, όσοι τους βλέπουμε να παρενοχλούν γυναίκες με τρόπο χυδαίο κι εμείς μένουμε αμέτοχοι «για να μην μπλέξουμε», τόσο θα διαβάζουμε τις επόμενες μέρες για κάποιο στυγερό έγκλημα, για το οποίο απλά θα μπούμε να ποστάρουμε τον αποτροπιασμό και την αγανάκτησή μας. Στην ατέλειωτη κατρακύλα της κοινωνίας μας, οι πρώτοι που μπορούμε να πατήσουμε φρένο, είμαστε εμείς οι ίδιοι.