Όλη αυτή τη βδομάδα που πέρασε, άκουγα Queen. Και πέρασα καταπλητικά με τη φωνή του Φρέντι Μέρκιουρι στ’ αυτιά μου, από όλες τις φάσεις της πολύ δημιουργικής – και πολύ σύντομης δυστυχώς – ζωής και καριέρας του. Άκουσα πολλές φορές και το πιο αγαπημένο μου τραγούδι όλων των εποχών, το «Under Pressure»: τη συνάντηση, τη συνύπαρξη δυο από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών: του Φρέντι Μέρκιουρι και του Ντέιβιντ Μπόουι.
Όσο τους άκουγα να τραγουδούν, ο καθένας με την υπέροχα διαφορετικά φωνή του, με την ολόδική του προσέγγιση πάνω στο ίδιο τραγούδι, προσπαθούσα να σκεφτώ τι τους έκανε τόσο μοναδικούς, τόσο σπουδαίους, τόσο ολοκληρωμένους καλλιτέχνες. Και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο βασικός λόγος ήταν πως αντιμετώπισαν το τραγούδι σαν μια «ολότητα»: τραγούδι αλλά και σκηνική παρουσία. Διαφορετικά είδη και μουσικής αλλά και act. Ντυσίματα, κουρέματα, βαψίματα, πειραματισμοί – στη ζωή και στο στούντιο ηχογράφησης, στη συναυλία και τις δημόσιες εμφανίσεις.
Λέμε καμιά φορά εμείς οι – κάπως – μεγαλύτεροι «δεν βγαίνουν πια τέτοιοι καλλιτέχνες» και κάποιοι, μικρότεροι συνήθως, το παίρνουν στραβά. Το παρεξηγούν. Μα είναι αλήθεια: οι σημερινοί καλλιτέχνες ή αυτοί των τελευταίων 20 ετών, μπορεί φωνητικά να είναι σπουδαίοι. Να στήνουν φοβερά σόου επί σκηνής, να έχουν πίσω τους μια τρομερή ομάδα που τους εξασφαλίζει εντυπωσιακά βίντεο-κλιπς και περιοδείες με εφέ και γραφικά που παίρνουν την ανάσα. Καμία αντίρρηση. Αλλά την ολότητα της μουσικής, το πού μπορεί να φτάσει, τις λεωφόρους της δεν τις πάτησαν και δεν θα τις πατήσουν ποτέ – τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το έκανε ο Φρέντι Μέρκιουρι, που ταξίδεψε από τη ροκ στην ποπ, «δανείστηκε» στοιχεία από τη ντίσκο, «ακούμπησε» την κλασσική μουσική, όχι μόνο στο «Barcelona» με τη Μονσερά Καμπαγιέ αλλά και στο υπέροχο «Bohemian Rhapsody», το πιο δημοφιλές τραγούδι του περασμένου αιώνα, όπως το ψήφισε ο κόσμος. Όχι με τον τρόπο που το έκανε ο Ντέιβιντ Μπόουι, στις διάφορες φάσεις της καριέρας του, ως «Ζίγκι Στάρνταστ» ή στα «διαστημικά του ταξίδια» με συντροφιά τον «Major Tom», ή ακόμα και στις ταινίες του, τα soundtracks του, τις συνεργασίες που έκανε.
Δεν βγαίνουν πια καλλιτέχνες σαν τους «Pink Floyd» - το «The Wall» δεν ήταν απλά μουσική, ήταν μια ολοκληρωμένη εμπειρία και τυχεροί όσοι την έζησαν πριν χρόνια στο ΟΑΚΑ. Ή σαν τους «Who» - η ροκ όπερα «Τόμι» δεν ήταν απλά «πολύ μπροστά από την εποχή της», ήταν πολύ μπροστά από τη μουσική την ίδια, είναι επίκαιρη σήμερα, όπως θα είναι και μετά από 30 χρόνια. Και σ’ αυτή τη λίστα ο καθένας μπορεί να βάλει ό,τι τον συγκίνησε, ό,τι μίλησε στην ψυχή του και παρότι βγήκε πριν από 40 ή 50 χρόνια, παραμένει ολοζώντανο μέχρι σήμερα, «μιλάει» στην ψυχή του, το ακούς τυχαία στο ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, το βάζεις τέρμα και κοπανιέσαι σαν τον παλαβό. Μπορεί να είναι οι «Μπιτλς» ή οι «Rolling Stones», οι «Led Zeppelin» ή οι «ACDC», ο Μπομπ Ντίλαν ή οι «Iron Maiden».
«Κλασσικό» είναι αυτό που όχι απλά αντέχει στο χρόνο, αλλά γίνεται ακόμα καλύτερο όσο περνούν οι δεκαετίες, «παλαιώνεται» σαν καλό κρασί.
Αυτά τα τραγούδια, αυτοί οι καλλιτέχνες, το κέρδισαν αυτό το προνόμιο, αυτό το δικαίωμα. Κάτι που – ευτυχώς ή δυστυχώς – δεν θα συμβεί ποτέ με την ραπ ή την τραπ μουσική, με τον Μπίμπερ ή τη Ριάνα, με τη Μπιγιόνσε ή την Μπίλι Άιλις, με όλους αυτούς που μπορεί να είναι εξαιρετικοί σε αυτό που κάνουν, αλλά το επόμενό τους τραγούδι ή ο επόμενος παρόμοιος καλλιτέχνης, θα τους ρίξει στη σκιά. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ με κανέναν Μέρκιουρι ή Μπόουι, πολύ απλά διότι ήταν τόσο μοναδικοί, που δεν υπήρξε ποτέ κάποιος «παρόμοιος καλλιτέχνης» για να τους εκτοπίσει από το θρόνο τους.