Όταν το Facebook είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω του στη χώρα μας το 2007, υπηρετούσα ακόμη στο στρατό. Για τους Millennials, η online επικοινωνία εκείνη την εποχή βασιζόταν στο messenger του MSN. Δεν υπήρχαν likes, δεν υπήρχαν status που έπρεπε να γράψεις κάτι ψαγμένο και κανείς δεν περίμενε να δημιουργήσεις ένα ολόκληρο άλμπουμ φωτογραφιών. Όταν αργότερα ξεκίνησε για τα καλά ο πυρετός του Facebook, όλοι συνδέθηκαν με τους πάντες. Συνδεθήκαμε με κόσμο που είχαμε καιρό να μιλήσουμε, με κόσμο που γνωρίσαμε μέσα από το Facebook, κάναμε φιλίες και ραντεβού, πλακωθήκαμε κάτω από status -όπως και συνεχίζουμε να κάνουμε με μεγάλη επιτυχία- και μετά από όλα αυτά ο Mark Zuckerberg αλλάζει όνομα σε Meta και μας καλεί να σκεφτούμε: άξιζε όλος αυτός ο ντόρος;
Η αισιόδοξη αρχή που άλλαξε άρδην
Το πρόβλημα με το Facebook, πέρα από τα έγγραφα που έβγαλαν πρώην εργαζόμενοί του για αυτό, είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Οι Millennials φιλοξενήθηκαν στην δωρεάν αυτή online υπηρεσία με στόχο την ψυχαγωγία. Μπορούσες να μιλήσεις με κόσμο, να παίξεις παιχνίδια, να συμμετάσχεις σε γκρουπ με κοινά ενδιαφέροντα. Στο Facebook έμπαινες για να αράξεις. Ήταν κάτι καινούργιο που απαιτούσε χρόνο για να το γνωρίσεις, να το μάθεις και πολύ περισσότερο να ψάξεις αν σε ενδιαφέρει ή όχι. Όλο το κοινό του MSN μεταφέρθηκε, εν τέλει, στη νέα πλατφόρμα και μέχρι το 2009 είχαμε καταλήξει να μπαίνουμε περισσότερο στο Facebook παρά στα emails μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε μία εταιρεία που δούλεψα, ότι υπήρχαν εργαζόμενοι που έπαιζαν κρυφά Farmville. Παρότι υπήρχε μία αμηχανία για το πώς πρέπει να χειριστούμε την έναρξη του Facebook στις ζωές μας, το Facebook υιοθετήθηκε τελικά από όλους. Ακόμη και από εκείνους που το είδαν από την αρχή με στραβό μάτι για το θέμα των προσωπικών δεδομένων. Και η αλήθεια είναι πως για κάποιο καιρό, δεν ήταν δα και τόσο άσχημα. Φαινόταν ότι θα έγραφε ιστορία στο κομμάτι της δικτύωσης και της τεχνολογίας και το γεγονός ότι το βίωνες από πρώτο χέρι, σε έκανε να νιώθεις και λίγο προύχοντας. Ουσιαστικά, καλεστήκαμε όλοι να γνωρίσουμε τις νέες δυνατότητες που μπορούσε να μας προσφέρει, αδιαφορώντας για ένα πράγμα. Το αν όλη αυτή η καλή ενέργεια μπορούσε να αλλάξει και να μετατραπεί σε κάτι άλλο. Σε ένα online κομμάτι μιας ζωής που ζούσαμε ήδη.
Τα αιτήματα φιλίας, έγιναν αιτήματα δουλειάς
Το Facebook από ένα σημείο και μετά, έγινε κομμάτι της καθημερινότητας. Και της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τους φίλους μας, είχαμε στη λίστα μας τα αφεντικά μας, τους συναδέλφους μας, τους γνωστούς από άλλες εταιρείες, εκπροσώπους μιας οργάνωσης που γνώρισες ένα βράδυ σε δείπνο, τους τύπους από μία κοινή παρέα που τα ήπιατε όλοι μαζί ένα βράδυ ή ακόμη και τον υδραυλικό που σου έφτιαξε τους σωλήνες και τους συμπάθησες. Το Facebook έγινε αυτονόητο και αυτό ήταν η καταστροφή του. Από ένα σημείο και μετά δεν χρειαζόταν να δώσεις τον αριθμό του κινητού σου τηλεφώνου, παρά μόνο τα στοιχεία σου στο Facebook. Ακόμη και αν δεν τα έδινες, θα σε έψαχναν ή θα τους έψαχνες. Η επικοινωνία με φίλους περιορίστηκε ανά τα χρόνια σε άλλου τύπου πλατφόρμες όπως το Whats App και το Viber και το Facebook, έγινε εργαλείο επικοινωνίας για εκατομμύρια εταιρείες στον κόσμο. Τόσο μεγάλη ήταν η συνήθεια του, που παρότι υπάρχουν επαγγελματικά workplaces apps τύπου Slack, το μεγαλύτερο ποσοστό των εταιριών καταφεύγει στο Facebook γιατί ξέρει ότι μπορεί να βρει τους πάντες ανά πάσα στιγμή online. Έτσι ήταν και έτσι είναι.
Και μας κούρασε
Από την στιγμή που ο καθένας έγινε κομμάτι του ίδιου μικροσύμπαντος, άλλαξαν ένα σωρό πράγματα. Ζευγάρια έσβηναν φίλους αν χώριζαν. Φίλοι που τα έσπαγαν έπρεπε να διαγράψουν άλλους φίλους. Τύποι που μπλόκαραν κόσμο έβγαζαν μετά τις συνομιλίες δημόσια. Εργαζόμενοι πρόσεχαν τι να γράφουν για να μην τσαντίσουν τα αφεντικά τους. Γυναίκες έμπαιναν να μιλήσουν και είχαν 200 αιτήματα συνομιλίας με μία πρόστυχη φωτογραφία να τις περιμένει από αγνώστους. Ο,τι συμβαίνει εκεί έξω, κατάφερε να μεταφερθεί -με διαδικτυακό τρόπο- εκεί μέσα. Αυτό δεν μπόρεσε κανένας αλγόριθμος να το αλλάξει και κανένα πακέτο ασφαλείας να το σταματήσει. Ξαφνικά η άλλοτε χαρμόσυνη ταυτότητα του «Πάμε να κάνουμε λάικ, να παίξουμε κανένα παιχνίδι και να γνωριστούμε», μεταμορφώθηκε στο «Είναι σαν τη ζωή σου, μόνο που είναι online. Ίσως και χειρότερα». Μέχρι και ένα κομμάτι της δικής μας δουλειάς στα media, βασίστηκε στο Facebook για τον απλούστατο λόγο πως όλο το κοινό ήταν εκεί.
Έχει νόημα το Meta;
Μπορεί ο Zuckerberg να θέλησε με αυτή την κίνηση να αφήσει πίσω τα δυσάρεστα που αντιμετώπισε αυτή την περίοδο με τα leaks της εταιρείας του, αλλά είμαστε σίγουροι πως όλα τα παραπάνω τα έχει σκεφτεί και ο ίδιος. Το Facebook γέρασε γιατί γέρασαν και οι χρήστες τους. Είναι ο λόγος που οι πιτσιρικάδες της GenerationZ άνοιξαν πρώτα Instagram και μετά Facebook. Η γενιά που τρέχει αυτή την στιγμή στην πρόωρη εφηβεία της, οι Alpha’s, το πιο πιθανό είναι να έχουν ανοίξει Facebook αλλά να μην ασχολούνται καν με αυτό. Έχουν πιο πολύ δουλειά με το Tik Tok και τις φωτογραφίες του στο Instagram. Το Meta θέλει σίγουρα να μιλήσει στην επόμενη γενιά και με μία επένδυση 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το μόνο σίγουρο είναι πως ο φίλτατος Mark δεν επενδύει χρήματα απλά επειδή τα έχει. Γνωρίζει ακριβώς ποιους χρειάζεται και ποιους όχι για να συνεχιστεί το bloodline των social media. Δεν έχει καν την ανάγκη να μας πει «φύγετε», γιατί ξέρει πολύ καλά πως την πόρτα θα την έχουμε ανοίξει μόνοι μας. Οι πιο ευφάνταστοι θα δοκιμάσουν το Meta και ενδεχομένως να το ασπαστούν. Η πληθώρα ωστόσο είναι πολύ κουρασμένη με όλα αυτά και θα αναγκαστεί να μπει μόνο και μόνο επειδή το workplace θα μεταφερθεί. Δεν είναι τυχαίο που όλος ο πλανήτης ένιωσε ξένοιαστα όταν το Facebook έπεσε για μερικές ώρες πριν ένα μήνα.
Από την άλλη, οι Millennials θα μπορέσουν να έχουν να λένε πως είναι οι πρώτοι που βίωσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν δεν υπήρχε -σχεδόν- τίποτα και πως ξαφνικά ένα τεράστιο μπαμ γεμάτο likes και friends requests άλλαξε τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε. Γιατί προφανώς και αυτό έγινε. Το μόνο ερώτημα, είναι αυτό: Πόσους θα νοιάζει σε τριάντα χρόνια από σήμερα;