Τις προάλλες έκανα βόλτες στο κέντρο κι εκεί που μου ήρθε μία ξαφνική λιγούρα καθώς περπατούσα είπα να επισκεφτώ το αγαπημένο μου σουβλατζίδικο και να χτυπήσω ένα ελαφρύ πιτόγυρο, έτσι για να πάει καλά η μέρα.
Όταν πλήρωσα όμως και είδα την απόδειξη της κάρτας έπαθα ένα ελαφρύ σοκ. Από εκεί που το πλήρωνα τόσο καιρό 2.10 ευρώ τώρα εκτινάχθηκε η τιμή στα 2.80. Έτριψα λίγο τα μάτια μου κι αναρωτήθηκα τι έγινε.
Είπα από μέσα μου πως αν το ταπεινό μας εθνικό έδεσμα (γιατί κακά τα ψέματα αυτό είναι το εθνικό μας φαγητό, όσο κι αν μας αρέσουν τα γεμιστά και οι μουσακάδες) πάρει τόσο ακραία αύξηση ξαφνικά, τότε πάει, το χάσαμε το παιχνίδι. 70 λεπτά πάνω δεν είναι και λίγο έτσι; Σχεδόν ένα ολόκληρο ευρώ αύξηση.
Και να που τώρα μου έφυγε κάθε έμπνευση, εκεί που ήμουν έτοιμος να γράψω έναν παιάνα για το σουβλάκι και το πώς μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις λίγο την κατάθλιψη σου, τώρα έρχεται αυτή η απανωτή αύξηση στην τιμή του και σε προσγειώνει αμέσως.
Και εδώ μιλάμε για το απλό σουβλάκι έτσι. Αν πάμε σε πιο εξεζητημένες επιλογές, με βάση πάντα το σουβλάκι, τότε πάει, τελείωσε, το πεντάευρο το έχει μέσα στο νερό. Πάει το γνήσιο φαγητό του απλού ανθρώπου, του απλού Έλληνα. Μπορεί να ακούγεται μία αμελητέα αύξηση σε σχέση με όσα βλέπουμε γύρω μας από την άλλη όμως προαναγγέλλει κάτι πολύ μεγαλύτερο σε κλίμακα.
Αν το σουβλάκι αυξάνεται εν μία νυκτί 70 λεπτά, τότε αυτό σημαίνει πως (πιθανότατα και με κάθε επιφύλαξη) εισερχόμαστε με μία πολύ μελανή περίοδο της οικονομίας. Από τη μία όλα στην μισθοδοτική επιταγή του απλού Έλληνα ομολογούν μετριοπάθεια με μία αχνή πινελιά φτώχειας κι από την άλλη το μοναδικό του δικαίωμα στο απλό, φτηνό και γρήγορο φαγητό πολιορκείται βάναυσα από δυνάμεις οι οποίες φυσικά είναι αόρατες από έναν αθώο οφθαλμό.
Τα ενοίκια εκτοξεύονται, ο χάλυβας έφτασε στα ύψη όπως και το ξύλο, το New Colonialism ανθεί επί της Αττικής και περιχώρων, το σουβλάκι πάει να γίνει κάτι άλλο, κάτι πιο γκουρμέ, πιο Παριζιάνικο (στο Παρίσι το απλό σάντουιτς με τυρί και ζαμπόν κάνει 7 ευρώ, αλλά εκεί τουλάχιστον παίρνουν και τους ανάλογους μισθούς, με τον βασικό μισθό ανειδίκευτου να φθάνει στα 1.600 ευρώ) αυτοί που μας έφερναν κάποτε τα σουβλάκια πάνε να γίνουν ελεύθεροι επαγγελματίες με δικό τους μπλοκάκι, η πανδημία υπάρχει ακόμη αλλά κάνουμε πως δεν την βλέπουμε γιατί πλέον δεν βγάζει ψωμί και τα μπαρμπούνια συνεχίζουν να κολυμπάνε στο νερό και σίγουρα θα παραμείνουν εκεί και θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να τα δούμε πάλι στο τηγάνι μας. Με λίγα λόγια κι απλά: Σαν να μυρίζομαι μία γενικευμένη κι ωραιότατη υποανάπτυξη, κρίση, υποτροπή, μπορείς να την πεις και όπισθεν αν είσαι πιο μηχανοκίνητος τύπος.
Εμείς όμως φυσικά, σαν γνήσιοι απόγονοι θηρευτών, κάνουμε την υπομονή μας, περιμένουμε με το φούμο μας πίσω από τους θάμνους, να δούμε τι θα γίνει, τι θα δείξει το μέλλον, κι αν τελικά ο καιρός είναι αίθριος ίσως ξεμυτήσουμε λίγο το πόδι μας, ίσα ίσα για να δούμε αν τα νερά είναι κρύα.
Ξεφεύγω όμως και δεν πρέπει. Στο θέμα μας για να κλείσουμε. Αυξήθηκε λοιπόν το αγαπητό και θέσφατο πιτόγυρο κι εμείς μείναμε εδώ να κοιτάμε την απόδειξη της κάρτας που λέει πολλά αν ξέρεις να διαβάζεις πίσω από τα νούμερα.