Ήταν – και είναι – ένα ακόμα δύσκολο καλοκαίρι, σε συνέχεια του περσινού. Μόνο που εκτός από τον κορωνοϊό, τις μεταλλάξεις, τους εμβολιασμούς και τους αντι-εμβολιαστές, αυτούς που δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά στον τουρισμό και αυτούς που δεν άνοιξαν καν, αυτούς που δεν είχαν χρήματα για να πάνε διακοπές ή πήγαν για λίγες μόνο ημέρες, είχαμε και πολλές και καταστροφικές φωτιές. Και όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτή τη χώρα, παρότι διαφημίζουμε ότι «στα δύσκολα είμαστε ενωμένοι», σταθήκαμε απέναντι ο ένας στον άλλον και τραβήξαμε τα σπαθιά από τα θηκάρια.
Ποιος έφταιξε και πόσο έφταιξε;
Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη και με ποιον τρόπο; Σώθηκαν ζωές αλλά καταστράφηκαν περιουσίες. Να χαρείς που δεν κάηκαν άνθρωποι ή να λυπηθείς που κάηκαν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα; Ήταν οργανωμένο σχέδιο εμπρησμού; Ήταν αμέλεια; Ήταν η κακιά η ώρα; Ήταν ανοργανωσιά και έλλειψη υποδομών; Γιατί δεν πετάνε τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα; Αυτά και άλλα πολλά μας απασχόλησαν πολύ έντονα τις εβδομάδες που πέρασαν – τα ψηφιακά «αποκαϊδια» σκέπασαν την ατμόσφαιρα και έκαναν ακόμα πιο τοξικό τον αέρα που αναπνέουμε.
Σε όλο αυτό το ξεσάλωμα και ξεκατίνιασμα στο facebook και το twitter κυρίως – και δευτερευόντως στο instagram – είχαμε λυσσαλέες μάχες, αντιπαραθέσεις, βρισίδια, «ευχούλες» και φυσικά δεν είχαμε νικητές: μόνο χαμένους είχαμε, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιστάσεις. Προσωπικά, όπως κάνω κάθε χρόνο στις διακοπές μου, απείχα από ποσταρίσματα και σχόλια – ένας λόγος παραπάνω φέτος, ο σεβασμός στους ανθρώπους που έτρεχαν με ένα κλαδί και ένα λάστιχο να σώσουν ό,τι σωζόταν. Έβλεπα όμως τι γινόταν και τι γραφόταν, πόσο μίσος και οργή ξεχείλιζε από τα πληκτρολόγια κατά δικαίων και αδίκων. Κι αυτή είναι μια «κάπνα» που μένει για χρόνια μέσα στα πνευμόνια μας.
Τα social media μπορεί να είναι χρηστικά και ενημερωτικά, να προειδοποιήσουν τον κόσμο για έναν κίνδυνο που πλησιάζει, να βοηθήσουν τις αρχές να παρέμβουν, να μαζέψουν αγαθά και είδη πρώτης ανάγκης για πληγέντες, να επιστρέψουν σκυλιά στους ιδιοκτήτες τους ή και να μας πουν ότι κάποιος που βρέθηκε σε ένα σημείο που είχε πιάσει φωτιά, είναι καλά στην υγεία του. Αλλά μπορεί να είναι αδιάφορα (στην καλή περίπτωση) ή ακόμα και επικίνδυνα: αδιάφορο είναι πού πίνεις τις ποτάρες σου ενώ ο κόσμος (κυριολεκτικά) καίγεται ή πού τρως τις ψαρούκλες σου, άνευ σημασίας είναι να βγαίνεις και να «καταγγέλεις» ολιγωρίες τη στιγμή που εκατοντάδες πυροσβέστες και εθελοντές ρισκάρουν τη ζωή τους 10 μέτρα από τις φλόγες. Και επικίνδυνο είναι να διασπείρεις σαχλαμάρες και fake news, αηδίες που κάπου βρήκες και κάποιος σου έστειλε, είτε είναι για το περιβόητο σχέδιο με τις ανεμογεννήτριες, είτε για τη βίλα του τάδε, για την ατάκα του δείνα, ή για το σχέδιο αποσταθεροποίησης των απο 'κει που θέλουν να πλήξουν τους απο 'δω.
Είδαμε πολλά θαυμαστά και αξιέπαινα και συγκινητικά πράγματα όλο αυτόν τον καιρό. Ανθρώπους «μουντζουρωμένους» και «καψαλισμένους», πυροσβέστες αποκαμωμένους να ξαπλώνουν στο τσιμέντο για να πάρουν μια ανάσα, δάκρυα χαράς και δάκρυα λύπης, γεροντάκια στοιβαγμένα στα φέρι, δημοσιογράφο να κλαίει μαζί με τον απεγνωσμένο ηλικιωμένο κύριο. Και απέναντι σε όλα αυτά, ακόμα και τα ωραία ή τα αισιόδοξα ή τα συγκινητικά, είδαμε ένα σωρό «ναι μεν, αλλά»: «γιατί να κλάψει η δημοσιογράφος; Ήταν αντι-επαγγελματικό». «Γιατί να ανεβάσει ποστ ο Νίκος Παππάς, για να διαφημίσει ότι ήταν εκεί και βοηθούσε;» «Γιατί λέμε ήρωες τους πυροσβέστες; Τη δουλειά τους δεν κάνουν;» Γιατί το ένα, γιατί το άλλο, σαν κακομαθημένα παιδάκια, που πρέπει να τους εξηγήσεις την προπαίδεια του 1....
Μήπως τελικά οι δημοσιογράφοι έβαλαν τις φωτιές;
Σε τελική ανάλυση άμα δεν μπορείτε να σεβαστείτε τον πόνο των ανθρώπων, άμα δεν είστε σε θέση να νιώσετε την παραμικρή συμπόνοια, αν η λέξη «ενσυναίσθηση» σας είναι άγνωστη και σας «χαλάνε» τα social media, σας πέφτουν βαριά και δεν τα αντέχει ο οργανισμός σας, κλείστε τα για λίγες μέρες. Σωπάστε και αφήστε αυτούς που πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους, να την κάνουν χωρίς τη δική σας φασαρία, χωρίς άναρθρες κραυγές και γελοίες τσιρίδες. Κι όταν κοπάσουν όλα, όταν σβήσουν οι φωτιές και η βροχή ξεπλύνει τις στάχτες, όταν οι άνθρωποι επιστρέψουν στα σπίτια τους – όσα είναι ακόμα στη θέση τους – και δουν πώς θα συνεχίσουν τη ζωή τους, θα κάνουμε ταμείο και θα αναζητήσουμε τις ευθύνες.