Μεγαλώνοντας με αμερικάνικες χαζοκωμωδίες έθεσα στον εαυτό μου δύο αθλητικούς στόχους, να μάθω τους κανόνες του αμερικάνικου ποδόσφαιρου, το οποίο κάποιοι εσφαλμένα λένε rugby, και του baseball. Για το πρώτο στάθηκα τυχερός καθώς ένας συμφοιτητής μου στο πανεπιστήμιο έπαιζε σε ομάδα rugby και μου εξήγησε τους κανονες και του δικού του αθλήματος, αλλά και τις διαφορές με το αμερικάνικο ποδόσφαιρο, το οποίο σε γενικές γραμμές είναι ένα rugby για φλώρους. Για το baseball δεν ήμουν τόσο τυχερός και σκέφτηκα πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ήταν μια χρυσή ευκαιρία για μένα. Ήλπιζα ότι παρακολουθώντας τους αγώνες θα καταλάβαινα επιτέλους πώς παίζεται αυτό το άθλημα που είναι δημοφιλές σε Αμερική, Κούβα και Ιαπωνία. Τόσο διαφορετικές χώρες μεταξύ τους για να τις ενώνει ένα άθλημα, πρέπει να είναι κάτι πολύ σπουδαίο.
Δυστυχώς η εμπειρία δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθόλου διαφωτιστική. Οι σχολιαστές των αγώνων ήξεραν λιγότερα κι από μένα. Γενικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε κάτι τύπους που τρέχουν γύρω γύρω με ένα καδρόνι στο χέρι κυνηγώντας ένα μπαλάκι οι οποίες με άφησαν για χρόνια στην άγνοια. Η αρχική απογοήτευση έγινε ενόχληση, καθώς αυτή μου η εμπειρία ήταν η αφορμή για να καταλάβω ένα μεγαλύτερο πρόβλημα.
Οι περισσότεροι σχολιαστές αθλητικών γεγονότων μπορούν να μιλήσουν για ποδόσφαιρο, μπάσκετ και άλλα δυο-τρία δημοφιλή αθλήματα. Είναι απολύτως λογικό γιατί η παραγωγή αθλητικών ρεπόρτερ γίνεται με βάση τις ανάγκες της αγοράς. Οι ίδιες ανάγκες υπαγορεύουν και την πρόσληψή τους από εφημερίδες, κανάλια και site. Ο αθλητισμός όμως είναι πολλά περισσότερα από αυτά «δημοφιλή» αθλήματα και η γιορτή των Ολυμπιακών Αγώνων είναι η πιο εμφατική απόδειξη γι’αυτό. 33 αθλήματα τα οποία χωρίζονται σε πάνω από 300 ξεχωριστές κατηγορίες αποδεικνύουν τον αθλητικό πλούτο που υπάρχει εκεί έξω και η κορυφαία αθλητική διοργάνωση είναι η καλύτερη αφορμή για να τα ανακαλύψει ο μέσος θεατής. Εδώ έρχεται το πρόβλημα του σχολιασμού.
Για να σχολιάσεις κάτι θα πρέπει να το ξέρεις και όχι απλά να γεμίσεις τον τηλεοπτικό χρόνο. Το αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση θα είναι ένα βαρετό soundtrack το οποίο ντύνει την αθλητική δράση. Τετριμμένα κλισέ, επαναλαμβανόμενες πληροφορίες που έχουν αντληθεί από το λήμμα του κάθε αθλητή στη Wikipedia κάνουν τον τηλεθεατή ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ χασμουρητού και θυμού. Και αυτό είναι το θετικό σενάριο, γιατί υπάρχει και το πραγματικά κακό.
Η προσέγγιση των Ολυμπιακών Αγώνων, και πολύ περισσότερο των αθλητών που συμμετέχουν σε αυτούς με όρους σχολιασμού ενός πρωταθλήματος ποδοσφαίρου είναι βαθύτατα προσβλητική. Για παράδειγμα όταν ένας ποδοσφαιριστής έχει μια κακή εμφάνιση σε έναν αγώνα θα δεχτεί άπειρα βέλη κριτικής. Από την ομάδα του, από τους φιλάθλους, ακόμα και από τους δημοσιογράφους. Το αν είναι δίκαιη ή άδικη αυτή η κριτική έχει μικρή σημασία γιατί σε επτά μέρες θα έχει την ευκαιρία να βουλώσει τα στόματα των επικριτών του. Μια πολυτέλεια που δεν έχει ένας αγωνιζόμενος στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το κλισέ που λέμε περισσότερο σαν αστείο μεταξύ μας, ότι βλέπουμε κάθε αγώνα σαν τελικό, για αυτούς τους ανθρώπους είναι η ωμή πραγματικότητα. Ανάλογα με το άθλημα κάποιος αθλητής μπορεί να συμμετάσχει σε πεπερασμένο αριθμό Ολυμπιακών διοργανώσεων. Ένας αγώνας μπορεί να κρίνει το αν θα βρεθεί στην κορυφή του κόσμου ή θα μείνει για πάντα στην αφάνεια. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο κάθε ένας από τους αθλητές που βρίσκονται εκεί πρέπει να απολαμβάνει τον απεριόριστο σεβασμό μας.
Ο τρόπος που σχολιάστηκε η επίδοση της Άννας Κορακάκη στην κατηγορία των 10μ αεροβόλου είναι χαρακτηριστικός αυτής την νοοτροπίας. Η 6η καλύτερη επίδοση για κάποιους είναι αποτυχία και αφορμή για κακό χιούμορ χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες των λεγομένων τους, ειδικά όταν τα λεγόμενά τους μεταδίδονται από τη δημόσια τηλεόραση.
Η άγνοια και το κακό χιούμορ δεν θέλουν πολύ για να γίνουν αγριόχορτα του δημόσιου λόγου που θεριεύουν και φτάνουν να γίνουν ακόμα πιο χυδαία. Δεν χρειάστηκε να περάσουν πολλές ώρες για να το δούμε κι αυτό.
Ο Παναγιώτης Γκιώνης αρχικά αγωνίστηκε στην τηλεοπτική αφάνεια, μια αφάνεια που ίσως ήταν προτιμότερη από τον μετέπειτα σχολιασμό. Χτες ο Έλληνας πρωταθλητής του πινγκ πονγκ έκανε μια μεγαλειώδη και συγκλονιστική εμφάνιση για την οποία θα μπορούσαν να αφιερωθούν ολόκληρες εκπομπές. Αντιμετωπίζοντας τον Νοτιοκορεάτη Γιουτσίνγκ Τζεούνγκ αποκλειστηκε από τους 16, αλλά έχει μεγαλύτερη σημασία το πώς αποκλείστηκε.
Σε έναν αγώνα που θύμιζε περισσότερο αγώνα σκάκι ο Γκιώνης τα έδωσε όλα απέναντι σε ένα μεγάλο φαβορί. Ο Τζεοούνγκ κατάλαβε από νωρίς ότι έχει έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο και αυτό που έκανε ήταν να χαράξει μια στρατηγική κούρασης. Ο Γκιώνης προηγήθηκε με 3-1 σετ για να ηττηθεί τελικά με 4-3 και μόνο μετά από 8 χαμένα matchpoint.
Θα περιμέναμε μετά από αυτή την εμφάνιση και το ατόπημα με την Κορακάκη να ακούσουμε έναν καλύτερο σχολιασμό από τη δημόσια τηλεόραση, για να ακούσουμε κάτι πολύ χειρότερο. Το σχόλιο για τα σχιστά μάτια του Νοτιοκορεάτη και το πώς καταφέρνει να βλέπει το μπαλάκι είναι σίγουρα ρατσιστικό όμως πίσω από αυτό κρύβονται κι άλλα. Είμαστε σίγουροι ότι θα ακούσουμε για ακόμα μια φορά συγγνώμη, όπως και με την Κορακάκη, όπως θα ακούσουμε και στο άμεσο μέλλον πολλές ακόμα συγγώμες για τέτοια ατοπήματα.
Είμαστε σίγουροι πως δεν βρίσκονται ρατσιστές ή προσβλητικοί άνθρωποι στη δημόσια τηλεόραση. Αυτό που υπάρχει σε αφθονία είναι κόσμος που δεν ξέρει για τι πράγμα μιλάει και όταν κάποιος απλά πρέπει να γεμίσει τηλεοπτικό χρόνο θα πει από ανούσια πράγματα μέχρι χοντράδες. Δυστυχώς είμαστε ακόμα στην αρχή των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο και ήδη έχουμε ένα κακό σερί κακού σχολιασμού.
Αντί για συγγνώμες κενές περιεχομένου, οι οποίες δεν έχουν το παραμικρό στοιχείο αυτοκριτικής και πετάνε την μπάλα στην εξέδρα, περιμένουμε μια ειλικρινή αλλαγή πορείας. Σε κάθε άλλη περίπτωση υπάρχει και το mute.