Η πρώτη θέση χωράει έναν. Τον πιο ικανό, τον πιο τυχερό, τον πιο έτοιμο πνευματικά, τον πιο κατάλληλα προετοιμασμένο, αυτόν με το λιγότερο άγχος, αυτόν με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες - ό,τι ή όσα από τα παραπάνω κι αν ισχύουν, η ουσία είναι ότι ένας κερδίζει. Χειροκροτούμε φυσικά την προσπάθεια του δεύτερου και όλων των υπόλοιπων, αλλά ο ένας που τελικά κερδίζει παίρνει όλο τον έπαινο, τη δόξα, την αποθέωση.
Κέρδισε λοιπόν στον τελικό του Euro 2020 η Ιταλία. Έπαιξε μάλλον καλύτερα στην κανονική διάρκεια του αγώνα, βρήκε τη δύναμη να επιτεθεί και να ισοφαρίσει, πήγε το ματς στα πέναλτι κι εκεί κέρδισε την κούπα. Διότι είχε Ντοναρούμα – ο καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης, ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες του κόσμου και μάλλον αυτή την περίοδο ο καλύτερος όλων. Και κάπου εκεί θα έπρεπε να τελειώσει η συζήτηση, να συζητήσουμε για ένα πολύ ωραίο Euro που είχαμε την τύχη να δούμε και να ευχηθούμε ανάλογο θέαμα και στο μέλλον.
Αλλά όχι!
Οι Αγγλάρες, πέρα από τις βλακείες που έκαναν πριν τον τελικό, που μπούκαραν (κάποιοι) για να δουν το ματς με το έτσι-θέλω, που γέμισαν με σκουπίδια και άδεια κουτάκια μπίρας (αρκετοί) το χώρο γύρω από το Γουέμπλεϊ, που την έπεσαν (λίγοι) σε φίλους της Ιταλίας μετά το τέλος του τελικού, είπαν να το πάνε κι ένα βήμα παραπέρα: λίγοι ή περισσότεροι, δεν έχει και μεγάλη σημασία ο αριθμός τους, θεώρησαν σωστό να «την πέσουν» στους παίκτες που δεν ευστόχησαν στα πέναλτι (Ράσφορντ, Σάντσο, Σάκα). Κι αν τους «την έπεφταν» για λόγους αγωνιστικούς, διότι αστόχησαν ενώ έπρεπε να ανταποκριθούν στην «εθνική ευθύνη» που έπεφτε στους ώμους τους, θα είχε μια βάση όλο αυτό, παρόλο που ο Σάουθγκεϊτ διάλεξε ποιοι θα εκτελέσουν τα πέναλτι και παρόλο που «παίζει» κι ο αντίπαλος τερματοφύλακας και δεν βαράνε οι παίκτες σε κενή εστία.
Οι ηλίθιοι απέδειξαν για μια ακόμα φορά πόσο τερματικά ηλίθιοι είναι, τη στιγμή που στοχοποίησαν τους τρεις παίκτες βάσει του χρώματός τους. Βλέπετε ο Ράσφορντ, ο Σάντσο και ο Σάκα έχουν την «ατυχία» να μην είναι «γκάγκαροι» Άγγλοι, σαν τον Κέιν φερ’ ειπείν ή τον Μαγκουάιρ ή τον Πίκφορντ. Κι αυτό από μόνο του, για τους απανταχού ηλίθιους, είναι ένας λόγος να κράξουν με τον χυδαιότερο τρόπο, με μηνύματα που έσταζαν ρατσισμό στα social media, με δηλητήριο, με μυρωδιά βόθρου ανάκατη με μπύρα και εσάνς εμετού.
Οπότε η Αγγλία έχασε μια φορά στο γήπεδο από τους Ιταλούς και έχασε ακόμα μια στα social media από τους ίδιους τους Αγγλάρες. Μιλάμε για μεγάλο αυτογκόλ, απ’ αυτά που κάνει κι αυτούς που τη συμπαθούν να τη συμπαθούν λιγότερο ή να τη σιχαθούν. «Μα δεν έκαναν κάτι τέτοιο όλοι οι Άγγλοι, μια μικρή μειοψηφία ηλίθιων ή/και μεθυσμένων ήταν». Σωστά. Αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις, δυστυχώς, η μειοψηφία των ηλίθιων, χαρακτηρίζει ή καπελώνει ή προσδιορίζει τη «σιωπητή πλειοψηφία»: όλους αυτούς που ναι μεν δεν κράζουν κανέναν για το χρώμα του, αλλά με τη σιωπή τους ανέχονται τους ηλίθιους, τους αφήνουν να παραληρούν, δεν τους κράζουν, δεν τους διαγράφουν από την friend list τους, δεν τους μπλοκάρουν, δεν τους κόβουν την «καλημέρα». Τουλάχιστον στην Αγγλία oι Αρχές αυτές τις συμπεριφορές δεν τις αφήνουν να περάσουν έτσι – θα ψάξουν να τους βρουν αυτούς τους τύπους και θα επιβάλουν τις ποινές που ορίζει ο Νόμος, σε συνεργασία με τις ομάδες: πιθανότατα όλοι αυτοί ή κάποιοι απ’ αυτούς θα κάνουν πολύ καιρό να ξαναπατήσουν το πόδι τους στο γήπεδο. Κι όσο κι αν αυτό μοιάζει light, για τους Αγγλάρες αυτούς είναι μια τιμωρία που θα τους τσούξει.