Κανονικά η 10η Απριλίου 2021, η μέρα που ο Στίβεν Σίγκαλ κλείνει τα 68 του χρόνια, θα έπρεπε να είναι μια ημέρα χαράς. Να γιορτάζουμε την παντοτινή του κοτσίδα, το «μάτσο» παρουσιαστικό με το πάντα βλοσυρό ύφος, το ξυλοφόρτωμα που ρίχνει στις ταινίες του εδώ και δεκαετίες, τα δερμάτινα μπουφάν του, το σχεδόν μηδαμινό υποκριτικό του ταλέντο που ωστόσο ποτέ δεν τον εμπόδισε να γίνει γνωστός και να κάνει τη μία ταινία πίσω από την άλλη.
Θα έπρεπε να γιορτάζουμε για το ασθματικό αδύναμο παιδάκι, που είχε τρέλα με τη ροκ μουσική και έκανε στο περίπου αυτό που έκανε κινηματογραφικά ο Ραλφ Μάτσιο στο «Καράτε Κιντ»: γνωρίστηκε με έναν Ιάπωνα δάσκαλο των πολεμικών τεχνών, έμαθε αϊκίντο και αποφάσισε να τον ακολουθήσει στην Ιαπωνία αναζητώντας την τύχη του. Και θα έπρεπε να τον καμαρώνουμε που κατάφερε, αν και Αμερικανός στην Ιαπωνία, να γίνει τόσο καλός στις πολεμικές τέχνες, που άνοιξε τη δική του σχολή, το δικό του «ντότζο», γνωρίζοντας την αναγνώριση και τον θαυμασμό.
Θα έπρεπε σήμερα να του βγάζουμε το καπέλο, που – σύμφωνα με τα κουτσομπολιά εκείνης της εποχής – όταν μια κάπως σιτεμένη και γνωστή Αμερικανίδα ηθοποιός επισκέφτηκε την Ιαπωνία, τον προσέλαβε για σωματοφύλακα. Κι εκείνος, ως άλλος Κέβιν Κόστνερ στο «Bodyguard» και ξυλοφόρτωσε κάτι μυστήριους που πήγαν να την ενοχλήσουν και τρύπωσε στην καρδιά και το κρεβάτι της, με αποτέλεσμα να τον πακετάρει και να τον φέρει μαζί της πίσω στις ΗΠΑ, δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο.
Σήμερα κανονικά θα έπρεπε να τον δοξάζουμε που παντρεύτηκε μια από τις πιο όμορφες γυναίκες που είδαμε ποτέ στον κινηματογράφο, δυστυχώς για πολύ λίγο: την Κέλι Λε Μπροκ, ή αλλιώς τη «Γυναικάρα με τα Κόκκινα». Ή για την ακτιβιστική του δράση, για την ενασχόλησή του με τη ροκ μουσική και τις συνεργασίες που έχει κάνει, για τις εξαιρετικές του σχέσεις με τη ρωσική κυβέρνηση που του χάρισε πριν μερικά χρόνια και τη ρωσική υπηκοότητα (έχει επίσης και σερβική), για τις μπίζνες που έχει κάνει στα Βαλκάνια γυρίζοντας low-budget ταινίες που πάνε απευθείας στα βίντεο – κλαμπ και τα καλωδιακά κανάλια.
PHOTO GALLERY
Γενικά, θα μπορούσαμε να λέμε μόνο ωραία, καλτ και αγαπημένα πράγματα για έναν τύπο που είναι ωραίος, καλτ και αγαπημένος και μαζί με τον Βαν Νταμ, τον Τσακ Νόρις, τον Ντολφ Λούντγκρεν και μερικούς ακόμα, χάραξαν ανεξίτηλα τα ονόματά τους στο βιβλίο των κινηματογραφικών πολεμικών τεχνών, με τα ξυλίκια, τα πιστολίδια, το ωραίο κορίτσι που στέκεται δίπλα στον ήρωα στο τέλος και τον κακό που πάει είτε στο χώμα, είτε στη φυλακή. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε. Διότι ο Σίγκαλ πιθανότατα είναι ένα κάθαρμα στην «κανονική του ζωή», που ζήλευε παθολογικά και έδερνε την Κέλι Λε Μπροκ και έχει αντιμετωπίσει επί σειρά ετών κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλική επίθεση, βίαιη συμπεριφορά και άλλα διάφορα, απέναντι σε διάφορες κυρίες αλλά ακόμα και σε άντρες ηθοποιούς και κασκαντέρ, τους οποίους τραμπούκισε, πρόσβαλε, χτύπησε ή έθεσε εσκεμμένα τη ζωή τους σε κίνδυνο.
Και το ερώτημα που προκύπτει, είναι το εξής: απομονώνεις την – όποια – καλλιτεχνική του δράση και επιτυχία, «ξεχνώντας» ποιος είναι στην πραγματικότητα ή αδιαφορώντας παντελώς γι’ αυτό; Μένεις μόνο στις ταινίες και τους ρόλους του, που σε έχουν κάνει να διασκεδάσεις και να περάσεις καλά, χωρίς να βασανίζεις και πολύ το μυαλουδάκι σου με τα όσα έχει κάνει ή φέρεται να έχει κάνει σε άντρες και γυναίκες στην πολυτάραχη ζωή του; Τον θαυμάζεις για όσα πέτυχε ξεκινώντας από το μηδέν, χωρίς να σε νοιάζει τι πάστας και ποιότητας άνθρωπος είναι;
Το τι θα επιλέξει κανείς, είναι δικαίωμά του – η δική μου θέση, αν ενδιαφέρει κανέναν, είναι πως δεν «ξεπλένεται» και δεν πρέπει να «ξεπλένεται» κανείς, όσο σπουδαίος κι αν είναι ή όσο καλά κι αν τα κατάφερε ή όσα χρήματα κι αν έβγαλε και όσες ωραίες γυναίκες κι αν κατέκτησε, όταν πίσω του και μέσα του κρύβεται ένα ελεεινό ανθρωπάκι που πάτησε επί πτωμάτων για να ανέβει και χρησιμοποίησε τη δημοφιλία του, την αναγνωρισιμότητά του και τη σωματική του δύναμη για να κάνει κακό σε γυναίκες.