Επειδή ζούμε σε μια περίοδο συγκλονιστικών καταγγελιών και αποκαλύψεων – σύμφωνα με τις πληροφορίες είμαστε μονάχα στην αρχή μιας πραγματικής χιονοστιβάδας που ακολουθεί – καλό είναι να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί σε όσα γράφουμε και σε όσα λέμε. Με απόλυτο σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας των φερόμενων ως δραστών. Αλλά με τον ίδιο – αν όχι μεγαλύτερο - σεβασμό και ευαισθησία απέναντι και στα φερόμενα ως θύματα. Διότι ακόμα κι αν υποστηρίζουμε ότι γνωρίζουμε την «απόλυτη αλήθεια», ακόμα κι αν μέσα μας – για κάποιον λόγο – έχουμε αποφασίσει ποιος λέει αλήθεια και ποιος λέει ψέματα, ακόμα κι αν έχουμε «δικάσει» και «καταδικάσει» τους ενόχους, οφείλουμε επιτέλους ως πολιτισμένη κοινωνία να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους που καταγγέλουν βιασμούς, σεξουαλικές επιθέσεις και κακοποιήσεις, βιαιοπραγίες και παρενοχλήσεις κάθε είδους.
Δεν γίνεται το κριτήριό μας, σχετικά με την ενοχή ή την αθωότητα του καταγγελόμενου να είναι η δημοφιλία του, αν τον απολαύσαμε κάποτε στο θέατρο, αν μας έκανε να γελάσουμε κάποτε σε μια τηλεοπτική σειρά ή αν είναι ένα εξέχον μέλος της κοινωνίας με πλούσια καλλιτεχνική δράση. Όπως επίσης δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει αν είναι καλός προπονητής ή αθλητικός παράγοντας, εξαίρετος καθηγητής ή δάσκαλος, ταλαντούχος αρχισυντάκτης ή διευθυντής τηλεοπτικού σταθμού – και πάει λέγοντας. Ο Harvey Weinstein για παράδειγμα ήταν ένας «Μίδας» των κινηματογραφικών παραγωγών κι ένα από τα πιο εξέχοντα πρόσωπα της βιομηχανίας του θεάματος. Αλλά έχει κυριολεκτικά χαθεί το μέτρημα πόσων γυναικών βίασε, κακοποίησε, επιτέθηκε και εκβίασε για να του «κάτσουν». Ο Jeff Epstein ήταν ένας χρηματιστής – σταρ, του οποίου οι φίλοι ήταν από Πρόεδροι των ΗΠΑ και μέλος της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας, μέχρι επιχειρηματίες και ηθοποιοί – απ’ αυτούς που λέμε «υπεράνω πάσης υποψίας». Μόνο που το κύκλωμα παιδεραστίας και κακοποίησης ανήλικων που είχε στήσει επί σειρά ετών, δεν είχε καμία χλιδή, κανένα κύρος και κανένα πασπάλισμα με χρυσόσκονη – είχε μόνο βρώμα και δυσωδία.
Μέσα σε όλη την έκπληξη, αναστάτωση και αηδία όλων αυτών των ημερών, για όσα καταγγέλονται και όσα αποκαλύπτονται, ίσως το πιο θλιβερό, το πιο σιχαμένο απ’ όλα, είναι η αντίδραση κάποιων «ανθρώπων», κάποιων συνανθρώπων μας που τοποθετούνται σε σόσιαλ μίντια, ραδιόφωνα, σχόλια κάτω από άρθρα κλπ. Με ατάκες του τύπου «τα’ θελε και τα' παθε», «καλά να πάθει», «για να τον καταγγέλει μετά από τόσα χρόνια ψέματα λέει», «πρώτα πήρε τα μετάλλια και μετά “θυμήθηκε” το βιασμό», «τώρα να δουν τι έχουν να πάθουν όλοι αυτοί που θα τους μηνύσουν αυτοί που κατηγόρησαν» και άλλα τέτοια. Κάτι τετράποδα που με κάποιο τρόπο ξεγέλασαν την εξελικτική διαδικασία, στάθηκαν στα πίσω τους πόδια και κατάφεραν να χρησιμοποιούν τα δυο μπροστινά τους «πόδια» για να γράφουν εμετικά πράγματα.
Κανείς φυσικά δεν θα ευχόταν σε αυτούς τους «ανθρώπους» να πάθουν το ίδιο – αυτοί, η κόρη τους, ο γιος τους, η αδελφή τους, η γυναίκα τους, να έχει συμβεί στη μάνα τους πριν χρόνια και να μην βρήκε ποτέ το κουράγιο να το αποκαλύψει. Το να εύχεται κανείς απαίσια πράγματα σε κάποιον «μπας και νιώσει», είναι εξίσου άθλιο και εμετικό, σε κάνει χειρότερο απ’ αυτόν στον οποίον απευθύνεσαι. Το μόνο που θα ήθελα, είναι αυτοί οι «άνθρωποι», που γελάνε και κάνουν πλακίτσα με μια κοπέλα ή ένα αγόρι που καταγγέλει βιασμό, είναι να προσπαθήσουν για μια στιγμή να σκεφτούν, να φανταστούν, να κάνουν εικόνα τι μπορεί να πέρασε αυτός ο άνθρωπος. Και αμέσως μετά, να βάλουν νοερά στη θέση αυτή έναν δικό τους άνθρωπο: πώς θα ένιωθαν αν μια τέτοια αποκάλυψη, καταγγελία, κατάθεση ψυχής, την έκανε η κόρη ή ο γιος τους; Η γυναίκα τους ή η αδελφή τους; Η μάνα τους για κάτι που συνέβη όταν ήταν μικρή και βρήκε σήμερα το κουράγιο και τη δύναμη να το μοιραστεί μαζί τους; Ή ο πατέρας τους, που μπορεί να κακοποιήθηκε όταν ήταν παιδί από συγγενή αλλά το έθαψε για πάντα μέσα του; Θα συνέχιζαν να γελάνε; Θα έκαναν πλακίτσα; Θα αναρωτιούνταν δημοσίως «γιατί μετά από τόσα χρόνια»; Θα έλεγαν με βεβαιότητα «σίγουρα λέει ψέματα»;