Το «αρσενικό παλιάς κοπής», όπως τουλάχιστον μου το έμαθε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, είναι ένας τζέντλεμαν. Είναι αυτός που παίρνει λουλούδια σε μια γυναίκα και της ανοίγει την πόρτα να περάσει πρώτη. Είναι αυτός που γονατίζει δημόσια για να κάνει πρόταση γάμου και τη συνοδεύει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της όταν τη γυρίζει σπίτι – όχι για να την πιέσει με αυτό τον τρόπο να του πει να ανέβει «για ένα ποτό», αλλά για να βεβαιωθεί ότι εκείνη θα μπει στο σπίτι της ασφαλής.
Είναι αυτός που πληρώνει το δείπνο ή το σινεμά και δεν δέχεται το «να πληρώσουμε μισά – μισά». Είναι ευγενικός και γαλαντόμος, είναι «κιμπάρης» και κύριος. Δεν είναι ούτε «σάλιας», ούτε πιεστικός, ούτε «πέφτουλας». Και κυρίως, καταλαβαίνει πότε το «όχι», σημαίνει «όχι».
Για εκείνους που υποστηρίζουν ότι είναι «αρσενικά παλιάς κοπής» επειδή επιμένουν όταν μια γυναίκα τους λέει «όχι» μάλλον κάτι άλλο συμβαίνει. Ή μάλλον κάτι άλλο είστε. Κάτι που ουδεμία σχέση έχει με «αρσενικά παλιάς κοπής» ούτε με «νέας κοπής», να αυνανίζεστε στο τηλέφωνο μιλώντας με αυτή «που είστε ερωτευμένος» και να της ζητάτε να κάνει το ίδιο, από τη στιγμή που σας έχει καταστήσει σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται.
Σε κάθε περίπτωση αυτά τα «αρσενικά» για τα οποία κάποιοι δεν ξέρουν την κυριολεκτική ένοιά τους, δεν χρησιμοποιούν τη δουλειά και τη θέση εξουσίας για να φλερτάρουν, να πιέσουν, να επιμείνουν, να αυνανιστούν μέσω τηλεφώνου. Διότι πλέον δεν μιλάμε για μια σχέση ισότιμη, για έναν άντρα και μια γυναίκα που γνωρίστηκαν σε μια κοινή παρέα, ένα μπαρ ή στις διακοπές, αλλά μέσα σε έναν εργασιακό χώρο που το μόνο που το αποτέλεσμα θα είναι να αλλάξει την κοσμοθεωρία της ίδιας της κοπέλας. Αυτής που θα βλέπει των ανώτερο να της την πέφτει και θα σκέφτεται τι θα απογίνει επαγγελματικά αν τον απορρίψει; Πόσο μπορεί να πιέζεται ψυχολογικά;
Τα «αρσενικά παλιάς κοπής» φυσικά και έχουν δικαίωμα να φλερτάρουν και να επιμείνουν και να ξαναδοκιμάσουν - αρκεί να μην ξεπερνούν τα όρια. Αλλά ένα «αρσενικό παλιάς κοπής» δεν εκβιάζει ψυχολογικά, δεν εκμεταλλεύεται τη θεσμική του θέση ή την αναγνωρισιμότητά του, δεν αφήνει υπόνοιες καλύτερης μεταχείρισης και μελλοντικής εξασφάλισης είτε είναι δάσκαλος σε δραματική σχολή, είτε θιασάρχης σε θέατρο, είτε καθηγητής σε Πανεπιστήμιο, Διευθυντής σε εταιρία, προπονητής σε ομάδα ή αρχισυντάκτης σε τηλεοπτική εκπομπή.
Το «αρσενικό παλιάς κοπής» δεν είναι το στερεότυπο του Νίκου Φέρμα στη «Λόλα» ή στη «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», ούτε ο Χρήστος Ζορμπάς ως «Μεμάς», νταβατζής της Νόρας Βαλσάμη στην Τρούμπα, στην ταινία «Οι βάσεις και η Βασούλα». Τα κατάλοιπα άλλων εποχών, του άντρα του «πολλά βαρύ» που σήκωνε το χέρι και άστραφτε και μια μπάτσα στη γυναίκα του ή του «είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω», δεν ανήκουν στο σήμερα, παρά μόνο ως ασπρόμαυρα πλάνα παλιών ελληνικών ταινιών, που αποτύπωναν μια ελληνική κοινωνία άλλων αντιλήψεων. Η οποία – ευτυχώς – δεν υπάρχει πια, όπως δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και τα «αρσενικά παλιάς κοπής» με τον τρόπο που τα ορίζουν οι διάφοροι τύποι που δεν γνωρίζουν πραγματικά τη σημασία τους.