Πριν από πολλά χρόνια, που υπηρέτησα τη μαμά - πατρίδα, έτυχε να κάνω Πάσχα στο στρατόπεδο - και μάλιστα δυο φορές: μια στο κέντρο, στην Αυλώνα και μια στο Πέραμα Ιωαννίνων. Εκεί λοιπόν έζησα το περίεργο συναίσθημα του να κάνεις Ανάσταση στις 9 το βράδυ, διότι ο παπάς είχε να πάει κι αλλού: στους «κανονικούς ανθρώπους» που θα έκαναν «κανονική Ανάσταση» μόλις πήγαινε μεσάνυχτα. Με ξένισε είναι η αλήθεια αυτή η «πρόωρη Ανάσταση» αλλά ήμουν 27 ετών και μπορούσα να το διαχειριστώ αρκετά καλά - άλλα παιδιά τα πείραξε πολύ, όλους αυτούς που ήταν βαθιά θρησκευόμενοι και όλους αυτούς που έκαναν για πρώτη φορά γιορτές μακριά από το σπίτι τους και την οικογένειά τους. Αυτούς δηλαδή που είχαν πραγματική ανάγκη να νιώσουν «κανονικοί άνθρωποι» ή «κανονικοί Χριστιανοί», να γιορτάσουν την Ανάσταση στην ώρα της, να μην φάνε άρον - άρον μέχρι τις 10.30 και μετά να πάνε να χωθούν μόνοι τους σε ένα κρύο κρεβάτι - αν δεν είχαν καμιά σκοπιά ή περίπολο.
Η αλλαγή του χρόνου όμως δεν μπορεί να γίνει νωρίτερα, όπως δεν μπορεί να γίνει και αργότερα. Δεν υπάρχει «πρώτη αλλαγή» και «δεύτερη», ούτε μπορεί κάποιος να σου πει «θα αλλάξουμε νωρίτερα φέτος χρονιά, διότι ο χρόνος έχει να πάει κι αλλού». Την αλλαγή του χρόνου τη γιορτάζεις 12 νταν, στη χώρα όπου βρίσκεσαι, φιλιέσαι αγκαλιάζεσαι, τραγουδάς, σβήνεις το γενικό, κάνεις τέλος πάντων όλα αυτά που συνηθίζονται αυτή τη στιγμή. Μόνο που φέτος, όπως ακριβώς ήταν περίεργη, ιδιαίτερη και αλλοπρόσαλλη η καταραμένη αυτή χρονιά από την αρχή της σχεδόν, θα μας παιδέψει μέχρι την τελευταία της ανάσα.
Διότι όταν λες «σας επιτρέπουμε να μαζευτείτε σε σπίτια μέχρι 9 άτομα», αλλά ταυτόχρονα ισχύει η απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 22.00 μέχρι τις 05.00, είναι σαν να λες στο περίπου «θα κάνετε αλλαγή χρόνου 10 το βράδυ και μετά σπιτάκια σας». Διότι δεν μπορούν όλοι ή δεν αντέχουν ή δεν γίνεται να καθίσουν εκεί που θα πάνε μέχρι τις 5 το πρωί. Διότι μπορεί να υπάρχουν παπούδες και γιαγιάδες ή μικρά παιδιά. Διότι δεν μπορείς να κατσικωθείς στο σπίτι του άλλου μέχρι τις 5 το πρωί «επειδή έτσι». Και φυσικά δεν γίνεται να κάνεις «πρώτη αλλαγή χρόνου» στις 10 το βράδυ με παρέα και «δεύτερη αλλαγή χρόνου» τα μεσάνυχτα μόνος στο σπίτι, σαν να είσαι ο Μακόλεϊ Κάλκιν.
Και ερωτώ: με τι ψυχή θα βγει η Αστυνομία στους δρόμους και θα κόβει κλήσεις στη 1 ή στις 2 το βράδυ, σε αυτούς που θα γυρνάνε σπίτι; Καταλαβαίνω πως δεν θα γυρνάνε όλοι σπίτι εκείνη την ώρα, κάποιοι θα πηγαίνουν στο επόμενο σπίτι, στο επόμενο πάρτι, από παράδρομους και «καβάντζες», με προσοχή για να μην πέσουν σε μπλόκο και μπει η καινούργια χρονιά με τρακοσάρι πρόστιμο. Αλλά οι υπόλοιποι, που απλά ήθελαν να κάνουν αλλαγή χρόνου «με την κοινωνική τους φούσκα» (έτσι ονομάζονται πλέον τα αγαπημένα πρόσωπα και η οικογένεια...), που σεβάστηκαν και τήρησαν τους κανόνες και η μόνη τους παρασπονδία ήταν να γυρίσουν σπίτι λίγο μετά τις 12, θα την πληρώσουν το ίδιο ακριβά, το ίδιο σκληρά, με αυτόν που τα γράφει όλα στα παλιά του τα παπούτσια και παρτάρει σαν να μην υπάρχει αύριο;
Η πανδημία μόλυνε τις ψυχές μας, δηλητηρίασε την κοινωνική μας ζωή και τις σχέσεις μας, διέλυσε την οικονομία, μας έβαλε να φαγωθούμε, να βριστούμε, να σταθούμε ο ένας απέναντι από τον άλλον αντί να μας ενώσει. Και με κάποιον τρόπο, έχουμε πιστέψει μέσα μας ότι μόλις φύγει αυτή η χρονιά, θα πάρει μαζί της όλη τη μαυρίλα. Ότι το 2021 θα είναι μια «νέα αρχή». Ότι το εμβόλιο, θα φέρει μαζί του τη γαλήνη. Κάπως έτσι νιώθουμε μέσα μας ότι το «έμπα» του καινούργιου χρόνου, είναι καθοριστικό για ολόκληρο το 2021. Και ποδαρικό στη νέα χρονιά δεν γίνεται να κάνουμε ούτε στις 10 το βράδυ του προηγούμενου χρόνου, ούτε στις 12 μόνοι μας στα σπίτια μας, αλλά την ώρα που πρέπει και με τους ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε πραγματικά να μας βρουν μαζί οι πρώτες στιγμές της νέας χρονιάς.