Την πρώτη εβδομάδα του δεύτερου lockdown (διάολε, έχουμε αρχίσει να μετράμε τα lockdown σαν τον Κώστα Τσάκωνα στο «Μάθε παιδί μου γράμματα») χρειάστηκε να επισκεφτώ ένα κατάστημα τράπεζας. Η συναλλαγή απαιτούσε αυτοπρόσωπη παρουσία, συνεπώς πρώτος κωδικός 3 και ένας, σπάνιος για το Παγκράτι, ήσυχος περίπατος μέχρι την τράπεζα. Ήμουν ο μοναδικός πελάτης ανάμεσα σε τέσσερις υπαλλήλους και η απόλυτη ησυχία του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την αναμονή, μέχρι να τελειώσει η τραπεζική μου εκκρεμότητα, μου πρόσφερε χρόνο παρατήρησης. Ήμουν ο μόνος που δεν φορούσε γραβάτα εκεί μέσα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν θυμόμουν καν πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα κάποιον να φοράει κοστούμι και γραβάτα και να μην είσαι σε φωτογραφία ή σε κάποια οθόνη.
Πολλοί θα δείξουν με το δάχτυλο την πανδημία και ο εγκλεισμός που την ακολούθησε, αλλά η περιθωριοποίηση του κοστουμιού έχει αρχίσει νωρίτερα και τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα. Ανέκαθεν το ενδυματολογικό ήταν ένα πεδίο μάχης μεταξύ παραδοσιοκρατών και προοδευτικών. Το πως ντύνεται κάποιος λέει πολλά πριν ακόμα ανοίξει το στόμα του. Είναι μια δήλωση κοινωνικής θέσης, πολιτικής προτίμησης, επαγγελματικής κάρτας και εκδήλωσης προθέσεων. Μπορεί το «ξήλωμα» της αυστηρής ετικέτας να είναι το Άγιο Δισκοπότηρο για τους διαχρονικούς αμφισβητίες του status quo, αλλά σπανίως είναι αυτοί που το καταφέρνουν τελικά. Το πως ντυνόμαστε είναι μια διαδικασία που αλλάζει συνεχώς και ασταμάτητα και δεν μπορούν ούτε να τη σταματήσουν όσοι εχθρεύονται την αλλαγή, αλλά ούτε και να την επιταχύνουν όσοι ανυπόμονοι διψούν γι’αυτή.
Το κοστούμι όπως το ξέρουμε σήμερα, δηλαδή ένα παντελόνι κι ένα σακάκι από το ίδιο ύφασμα δεν είναι προαιώνιο και δεν έχει πάντα την ίδια θέση στην ενδυματολογική ιεραρχία. Μέχρι τον μεσοπόλεμο ήταν η αθλητική περιβολή για να παίζει κάποιος τέννις ή να κάνει ιππασία. Μέχρι τότε το επίσημο ένδυμα περιλάμβανε ρεντικότα και η ανάπτυξη των δουλειών γραφείου έκανε επιτακτική την ανάγκη μιας νέας «στολής εργασίας» για όσους έκαναν δουλειά γραφείου. Το grooming δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο που άφησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στον αντρικό στυλ. Η ιδέα του ίδιου υφάσματος για παντελόνι και σακάκι υπήρχε ήδη και το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένας μικρός ανασχεδιασμός για πολιτική χρήση. Οι επόμενες γενιές το εξέλιξαν περισσότερο, στα χέρια των mods μεταπολεμικά γνώρισε μεγάλες στυλιστικές δόξες για να ξεκινήσει η αμφισβήτηση λίγα χρόνια μετά. Η γραβάτα μπήκε πρώτη στο στόχαστρο της counterculture στα τέλη των 60s για να ακολουθήσει η επέλαση των jeans. Το κοστούμι πια δεν ήταν καθημερινή αμφίεση. Σιγά σιγά μετατρέπεται σε ενδυματολογικό κώδικα του «πρέπει». Πρέπει να βάλεις κοστούμι σε γάμους και κηδείες, πρέπει να βάλεις κοστούμι αν δουλεύεις σε τράπεζα ή δικηγορικό γραφείο, σε μια συνέντευξη για δουλειά και όπου αλλου θεωρείται στολή. Το εργασιακό περιβάλλον το οποίο το απαιτεί συνεχώς υποχωρεί.
Οι γιάπηδες με το στυλ του Michael Douglas ως Gordon Gekko στη Wall Street σιγά σιγά παραδίδουν τα σκήπτρα τους στη γενιά των dot-com. Έζησαν την πρώτη τους φούσκα στην αλλαγή της χιλιετίας και τώρα πιο ώριμοι και σοβαροί από ποτέ ανακτούν το χαμένο έδαφος και αναλαμβάνουν τα ηνία της οικονομίας. Έμαθαν να δουλεύουν και να βγάζουν λεφτά πίσω από την οθόνη ενός υπολογιστή φορώντας αθλητικές φόρμες πολλά χρόνια πριν την καθολική τηλεργασία. Με τη δύναμη του χρήματος και της επιρροής άρχισε ένα trickle down φαινόμενο διάβρωσης της corporate αισθητικής. Η casual Friday ήταν η αρχή και τα πιο χαλαρά chinos υπερκέρασαν τα κοστούμια στο κάποτε αυστηρό επιχειρηματικό περιβάλλον. Μετά ήρθε το street style και το athleisure. Τα μεγάλα brand προς μεγάλη έκπληξη όλων, ακολούθησαν αυτήν την τάση και δεν την δημιούργησαν. Ήρθαν τα premium αθλητικά παπούτσια, τα οποία μόνο για άθληση δεν είναι και οι μεγάλοι οίκοι έβγαλαν sneakers με αποτέλεσμα να δούμε στην αγορά sneakers των 300€. Σε αυτά τα χωράφια τιμών είναι εμφανές ότι το χαλαρό ντύσιμο στοχεύει όχι μόνο στο ευκατάστατο κοινό, αλλά και στην υποκατάσταση ως επίσημου ενδύματος. Η τηλεργασία και τα zoom meetings ήταν ίσως επιθανάτιος ρόγχος του business look όπως το γνωρίζαμε. Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού λένε και πράγματι με τη λήξη του συναγερμού θα δούμε ποιες από νέες αλλαγές ήρθαν για να μείνουν.
Πολλοί εκτιμούν ότι η τηλεργασία δεν θα εξαφανιστεί εν μία νυκτί. Όσοι γυρίσουν στα γραφεία θα δυσκολευτούν να βγάλουν τις φόρμες και ίσως ένα πιο casual ντύσιμο να είναι η αναγκαία γέφυρα της περιόδου προσαρμογής. Άρα ποιο το μέλλον του κλασικού two piece; Σίγουρα δεν αντιμετωπίζει κάποιο άμεσο υπαρξιακό κίνδυνο. Υπάρχουν επαγγέλματα και εθυμοτυπικές καταστάσεις που θα συνεχίσουν να επιβάλουν στον σύγχρονο άντρα να έχει στη ντουλάπα του έστω ένα «καλό» σύνολο. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι πιο μακροπρόθεσμος. Αποκομμένο το κοστούμι από τις παραγωγικές δυνάμεις κινδυνεύει να σταματήσει να εξελίσσεται. Η εικόνα του θα γκριζάρει επικίνδυνα αν πάψει να είναι το battle dress του επιτυχημένου άντρα. Οι νέοι δισεκατομμυριούχοι θα μοιαζουν όλο και περισσότερο στον Mark Zuckerberg και στον Elon Musk και σε αυτούς θα μοιαζουν όλο και περισσότερο τα μεσαία στελέχη και τελικά όλοι οι υπάλληλοι.
Ο μοναδικός τρόπος για μα επιβιώσει το κοστούμι όσοι το αγαπούν να φροντίσουν οι ίδιοι να αποκόψουν τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει με όσους το φορούν από υποχρέωση. Η επανανοηματοδότηση ως ένα ρούχο που το φοράει κάποιος επειδή του αρέσει και όχι επειδή αναγκάζεται είναι το οξυγόνο που θα παρατείνει τη ζωή του. Το κίνημα της ρετρολαγνείας και της νοσταλγίας κάποια στιγμή θα ξεφουσκώσει και μέχρι τότε το κοστούμι πρέπει να έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Το αν θα το εκμεταλλευτεί και θα επιβιώσει ή θα καταλήξει ένα ακόμα κομμάτι ρούχου σαν το ημίψηλο καπέλο είναι κάτι που θα φανεί από τη δυναμική της επόμενης πενταετίας. Μέχρι τότε ας περιμένουμε το τέλος της πανδημίας ώστε να βάλουμε και πάλι τα καλά μας, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μόνο και μόνο για να γιορτάσουμε το τέλος της είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για dress well περίσταση.