Αν δεν είσαι φαν των talent show δύσκολα θα τα παρακολουθήσεις. Ακόμη κι αν είσαι μουσικός. Καλά, αν είσαι μουσικός, άρα και πολύ πιο απαιτητικός, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σε «τραβήξουν». Λίγο η δυσπιστία ως προς την αξιοκρατία τους, λίγο η διαφορετική αντίληψη της μουσικής, λίγο περισσότερο η απέχθεια ή απάθεια πολλών για τις τηλεοπτικές εκπομπές, δεν σε τραβούν να γίνεις θεατής.
Το Rising Star, έδειχνε να ξεχωρίζει κάπως, τόσο από τη δομή του παιχνιδιού, όσο και από την ποιότητα κάποιων φωνών που έκαναν μία κάποια διαφορά από τα κλασικά και χιλιοπαιγμένα shows. Κι όμως, στην τελική, ή μάλλον στον τελικό, φαίνεται ότι έχει ένα κοινό με όλα τα υπόλοιπα, το οποίο δεν θα αλλάξει εις τον αιώνα τον άπαντα: θα κερδίσεις μόνο αν είσαι έντεχνος ή λαϊκός.
Αυτό απέδειξε, εξάλλου, ο χθεσινός ημιτελικός.
Πριν μερικές μέρες, οι KollectivA αποδομώντας τον rock n roll μύθο εν Ελλάδι, το έθεσαν γλαφυρά: Ζούμε στη χώρα όπου rock star είναι ο Γιάννης Χαρούλης.
Από τη στιγμή που την τύχη των διαγωνιζομένων την καθορίζει το κοινό, φίλοι, συγγενείς και θαυμαστές, δεν αλλάζει τίποτα. Πέρα από το συγγενολόι δηλαδή, η πορεία τους κρίνεται από την πλειοψηφια της μουσικής παιδείας και κουλτούρας αυτής της χώρας. Τι πουλάει στην Ελλάδα;
Κι αν δεν σας αρέσει η λέξη «πουλάει», ας επαναδιατυπώσω το ερώτημα, τι ακούνε οι Έλληνες; Το λαϊκό, το έντεχνο και το εντεχνολαϊκό. Δεν γουστάρει ούτε το ροκ, ούτε το μέταλ, ούτε την πανκ, ούτε την όπερα, ούτε την κλασική μουσική, ούτε καν την ποπ. Από τη στιγμή μάλιστα που ο στίχος είναι αυτός που μετρά και από τη στιγμή που αυτός ο στίχος είναι ελληνικός, μοιραία αυτό ακούει ο κόσμος. Θες λόγω συνήθειας, λόγω κουλτούρας, λόγω μουσικής ημιμάθειας ή αμάθειας, λόγω καψούρας, αυτό ισχύει χωρίς να προσβάλει κανέναν από τη στιγμή που ισχύει. Στην πλειοψηφία πάντα.
Αποδείχτηκε αυτό σε ένα ακόμη talent show. Το Rising Star. Αυτοί που πέρασαν στον τελικό, οι μισοί είναι του λαϊκού και οι άλλοι μισοί του έντεχνου. Από αυτούς που κόπηκαν, είδαμε μία αυθεντική hard rock φωνή του Μηνά Τσίγκου (ο τραγουδιστής των 15-50), μία μαγική, συγκλονιστική και δυσεύρετη στα ελληνικά… σχολεία, πανεπιστήμια, ωδεία, μπουζούκια, stages κλπ λυρική φωνή της Cynthia που έπρεπε να πάει σε ξένο talent show, έναν ποπ τραγουδιστή (Δημήτρης Γερογιάννης) που είναι λες και ήρθε από ξένο talent show, ακόμα μία αξιοπρεπέστατη ποπ-ροκ φωνή (Μιχάλης Καραγκούνης), ένας συμπαθητικούλης λαϊκός που τον έφαγαν οι ανταγωνιστές και μία επίσης καλή φωνή που έδειχνε να μην έχει κατασταλάξει στο είδος.
Οι τέσσερις πρώτοι έφυγαν άκλαυτοι. Τους άλλους τους έφαγαν οι καλύτεροι στο είδος τους. Και για να μη φανώ εμπαθής, θα πω ότι αυτό είναι και το δίκαιο. Ή μάλλον το πιο ρεαλιστικό. Γιατί είναι τέτοια η ελληνική πραγματικότητα, που μόνο τέτοιες φωνές μπορούν πραγματικά να διακριθούν σε τούτη εδώ τη χώρα.
Με ποια δισκογραφική δηλαδή να υπογράψει η Σίνθια, η οποία παρεμπιπτόντως είναι 14 χρονών; Με την «Ηρώδειο Records»;. Πού να τραγουδήσει ο Mr «15-50»; Στο Gagarin, θα πεις. Έλα όμως που εκεί δεν έχει ούτε λουλούδια, ούτε μπουκάλια, ούτε και θα πει σμυρναίικα τραγούδια με στίχους αγγλικούς και σκληροπυρηνικούς! Ο άλλος ο ποπ με τα γυαλάκια, που να τραγουδήσει το Counting Stars; Άντε σε κάνα κλαμπ στο γκάζι.
Γι’ αυτό σου λέω. Αν δεν τραγουδάς λαϊκά ή έντεχνα, αν είσαι του ροκ, του ποπ, του μούζικαλ, ή όποιου άλλου θες τέλος πάντων, κάνε αυτό που σου λέει και η μάνα σου όταν τη ρωτάς πού θα βρεις δουλειά: Φύγε στο εξωτερικό.
Αλλιώς δεν πας πουθενά. Κάπου πας δηλαδή, αλλά σίγουρα όχι εκεί που θες και αξίζεις.