Τι κι αν έχουν περάσει δεκαετίες ολάκερες από την στενάχωρη εκείνη ημέρα που ο Στέλιος Καζαντζίδης μας άφησε για άλλες πολιτείες. Μπορεί οι περισσότεροι από εμάς (και κυρίως οι μεγαλύτερες γενιές και οι ξενιτεμένοι) να ταυτίστηκαν με τα τραγούδια, τις παραστάσεις αλλά και την ζωή του λαϊκού μας βάρδου, αλλά τώρα φαίνεται πως κάποια πράγματα αλλάζουν. ΌΧΙ κύριοι! Δεν είναι καθόλου ΚΑΚΟ στην άμμο να χτίζεις παλάτια.
Ούτε καστράκια, ούτε πόλεις, ούτε σπιτάκια, ούτε τίποτα. Είναι φανταστικό. Και εξηγούμαι...
Το είπαν άλλωστε τα «Ημισκούμπρια»
«Κυριακή γιορτή και σχόλη όλη η αστυφιλία, ξεκινάω μεσημεράκι για μπανάκι παραλία». Γεμίζω το αμάξι με τα μπανιερά μου, βάζω και την προίκα του μικρού (κουβαδάκια, μπρατσάκια, ταπεράκια, παιχνιδάκια, μπάλες, ρακέτες, αντηλιακά, καπέλα, πετσέτες, μια ακόμα αλλαξιά), κάνω τον σταυρό μου να μην ξέχασα τίποτα και το σανιδώνουμε για πλαζ.
Ο στίχος μπορεί να λέει μεσημεράκι αλλά μην γελιέστε. Αν έχετε και εσείς μικρό ξεκινάτε χαραματάκι. Να αποφύγετε κίνηση, να πιάσετε πρώτη ξαπλώστρα θάλασσα και να σκάει στα πόδια σας το κυμματάκι. Άλλωστε μην απατάσθε. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αράξετε αμέριμνοι στην ξαπλώστρα και στο ένα χέρι να έχετε το κινητό και στο άλλο την φραπεδιά (γλυκιά χωρίς ίχνος γάλατος).
Η ημέρα των «μαχών»
Με το που φτάνουμε στον προορισμό μας ξεκινά το πρώτο μπρα-ντε-φέρ, αυτό της ξαπλώστρας. Όσο πιο κοντά στο κύμα, τόσο το καλύτερο. Και για να έχεις άμεση πρόσβαση στην θάλασσα, αλλά και για να έχεις οπτικό πεδίο αν προσπαθήσει να στην σκάσει. Ύστερα έχουμε την απόθεση «οπλισμού». Φουσκώνουμε τις βάρκες και τους κροκόδειλους και ότι άλλο παιχνίδι έχουμε, βγάζουμε τα εργαλεία για το «χτίσιμο», καπέλο οπωσδήποτε, αντηλιακό όσο και να μη θέλει και τέλος η πρώτη παραγγελία. Καφές και χυμός.
Και αφού πάρουμε την πρώτη κρυάδα με την βουτιά (μόνο εγώ, γιατί είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι μέχρι μία συγκεκριμένη ηλικία τα πιτσιρίκια δεν νιώθουν θερμοκρασία και απλά βουτάνε) ξεκινάμε.
Βγάζουμε την ταμπέλα με την άδεια οικοδομής και οι εργασίες ανέγερσης των κάστρων, των παλατιών και των υπολοίπων ξεκινάει μέχρι να μας αποτελειώσει ο ήλιος. Συνεχείς ενδιάμεσες βουριές, νεροπίστολα για κάθε ενδεχόμενο και μετά από ώρα η στιγμή του παγωτού. Είναι εκεί που ελπίζεις ότι θα ασχοληθεί με αυτό και θα πάρεις ανάσα αλλά μόνο στα όνειρα (που λέει και ο Χατζηγιάννης).
Εκείνη την στιγμή που εσύ έχεις αρχίσει και «πέφτεις», αντιλαμβάνεσαι ότι το σπλάχνο σου λειτουργεί με μπαταρίες. Εσύ σταματάς αλλά εκείνο με τίποτα. Εσύ μαζεύεις, εκείνο σε αγνοεί. Αυτό όμως δεν είναι το χειρότερο.
Πλησιάζει η στιγμή για εκείνη την μοιραία κουβέντα:
«Κωνσταντινάκο αγόρι μου, πρέπει να μιλήσουμε. Ήρθε η ώρα για να φύγουμε». Αν νόμιζες ότι τα έχεις δει όλα, έχει φτάσει η στιγμή που πρέπει να υπερβάλεις εαυτόν. Μία ακόμα «μάχη» για να τον πείσεις. Θα τα δώσεις όλα και επειδή μπορείς ακόμα να επιβληθείς θα καταφέρεις να φύγετε όσο και αν σου γκρινιάξει. Αυτή είναι και η προτελευταία μάχη. Γιατί η τελευταία είναι το μάζεμα.
Όλα όσα άδειασες ήρθε η ώρα να τα βάλεις και πάλι στην θέση τους και δυστυχώς χωρίς βοήθεια. Γιατί ο κανακάρης δεν σου δίνει καμία σημασία.
Αξία ανεκτίμητη
Μπορεί να ακούγεται βάρβαρο, μπορεί να μοιάζει «Γολγοθάς», αλλά είναι μία από τις «Ευλογημένες» στιγμές που μπορεί να ζήσει ένας πατέρας με τον γιο του. Μια ολόκληρη μέρα στην παραλία. Με παιχνίδι και χαζομάρες. Και την στιγμή που έχεις πήξει κουβαλώντας όλα σας τα πράγματα και τον κρατάς από το χέρι για να πάτε στο αμάξι σου λέει... «Αγκαλιά».
Βρίζεις από μέσα σου. «Πόσα να κουβαλήσω πια;» αλλά λίγες στιγμές αργότερα είναι που έρχεται και σε αποτελειώνει. Παίρνεις και τον μικρό αγκαλιά και σου ψιθυρίζει:
«Μπαμπάκα πέρασα πολύ όμορφα. Σε αγαπάω πολύ. Πότε θα ξαναπάμε;», δέκα λέξεις που μόνο μία απάντηση επιδέχονται.
«Αύριο Κωνσταντινάκο μου».