Είναι η πρώτη φορά που δεν θα γίνει μαζική έξοδος για το Πάσχα. Και θυμάσαι τι πάει να πει μαζική έξοδος. Αυτή που κλείνουν τα σχολεία για την Μεγάλη Εβδομάδα και η μέση ελληνική οικογένεια φορτώνει το αμάξι με το μισό σπίτι και φεύγουν σαν τους Φλίντστοουνς για το χωριό. Σηκώνουν τα πάντα. Ρούχα, παιχνίδια, ποδήλατα, σούβλες, γεμίζουν τα αυτοκίνητα σε σημείο που αν είχαν φωνή να μιλήσουν θα έλεγαν «φτάνει κακό χρόνο να ‘χετε» και παίρνουν την θέση τους στην ουρά για τα διόδια. Ουρές χιλιομέτρων που φέτος λόγω του κορωνοϊού δεν θα δούμε. Αλλά μήπως δούμε πράγματι έξοδο για το Πάσχα;
Μπορεί να τα έχουμε καταφέρει καλά μέχρι τώρα στα μέτρα που έχει επιβάλλει η κυβέρνηση και να τα έχουμε δεχτεί καθολικά, αλλά ο Έλληνας ξεχωρίζει πρωτίστως για τις ιδιοτροπίες του. Αυτό έχει καλό και κακό αντίκτυπο. Εκεί δηλαδή που πιστεύεις ότι θα τα κάνει όλα μαντάρα, ακολουθεί κανόνες σε σημείο που εκπλήσσει όχι μόνο την κυβέρνησή του αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Και την επόμενη στιγμή, βγαίνει στις παραλίες και έχεις τις Αρχές να τραβάνε τα μαλλιά τους και να απορούν τι ακριβώς τι δεν καταλαβαίνει ο κόσμος. Τώρα όμως τα πράγματα είναι πραγματικά ζόρικα.
Γιατί για τον μέσο Έλληνα, Πάσχα δεν είναι η κατάνυξη. Δεν είναι η πραότητα, ο συλλογισμός, το να σκεφτούμε αν είμαστε καλοί ο ένας απέναντι στον άλλο και ποιο είναι το αληθινό νόημα της θυσίας του Θεανθρώπου για μία Δεύτερη Ευκαιρία στην αιώνια ζωή. Όχι. Αυτό το ποσοστό είναι πολύ μικρό. Πάσχα για τον Έλληνα, τον Έλληνα όπως τον γνωρίζαμε και όπως τον γνωρίζουμε, είναι το γλέντι που θα ακολουθήσει. Είναι η Ανάσταση, τα βεγγαλικά, το να στολιστεί για την εκκλησία και φυσικά το ψήσιμο του οβελία. Εκεί που βάζουμε στοίχημα κάθε χρόνο πόσο αρνί μπορούμε να φάμε και αν οι αντοχές μας στο ποτό έχουν μειωθεί ή όχι. Και δεν τα κατακρίνουμε όλα αυτά γιατί αυτός ο ταλαίπωρος λαός, έχει το δικαίωμα να περνάει και λίγο καλά. Όχι όμως όταν βρισκόμαστε εν καιρώ πανδημίας. Εκεί οφείλει να λειτουργήσει η ενσυναίσθηση.
Να πούμε κάτι; Ο Έλληνας που έχει βάλει στόχο να φύγει για το χωριό θα φύγει. Ο ίδιος ο Τσιόδρας να τον πιάσει από το αυτί και να του πει «μείνε ρε άνθρωπε σπίτι, κινδυνεύεις», θα μπει τουλάχιστον στην διαδικασία να το προσπαθήσει. Είναι αυτό που θα φορτώσει κανονικά το αυτοκίνητο και ακούγοντας μπουζούκια στο ράδιο, θα γυρίσει με το εξυπνακίστικο ύφος και θα πει στη γυναίκα του ή στην πεθερά του, «άσε, ξέρω εγώ από ποιον δρόμο θα πάω». Και θα το επιχειρήσει όντως ο άτιμος, να κάψει ένα ολόκληρο ντεπόζιτο για να πάει γύρω-γύρω λες και ψάχνει στενάκια για να χωθεί στη Μόρντορ. Όταν η αστυνομία θα τον πιάσει θα κάνει τον ανήξερο, θα πει ότι μπερδεύτηκε, θα αρχίσει την κλάψα ότι έχει να δει το σόι από πέρυσι και γενικά θα κατηγορήσει τους πάντες και τα πάντα αντί για τον εαυτό του.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι όλοι αυτοί που κακήν κακώς θα γυρίσουν πίσω και θα τη βγάλουν στο σπίτι. Είναι όλοι οι υπόλοιποι που ενδεχομένως να καταφέρουν να φτάσουν στα χωριά, να έρθουν σε επαφή με άλλους ανθρώπους και εκεί που ο κόσμος κάνει αυτή την στιγμή μία υπερπροσπάθεια να τα σκατώσει -ναι, να τα σκατώσει- τόσο θεαματικά, που να αναγκάσει την κυβέρνηση να πει «αυτοί δεν καταλαβαίνουν, κρατήστε τους μέσα μέχρι τον Αύγουστο». Αυτή τη στιγμή που διαβάζεις αυτό το κείμενο, ο αριθμός των νεκρών στην Ελλάδα έχει ανέβει. Το θέμα δεν είναι να γίνουμε Ιταλία για να πούμε πως έχουμε πρόβλημα. Είναι να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να μην γίνουμε έτσι και να ξεμπλέξουμε γρήγορα. Το είπε και ο Νίκος ο Υποφάντης στο ΣΚΑΪ. Πάσχα θα υπάρξουν πολλά. Αν σε αυτό την βγάλουμε σπίτι, θα έχουμε να θυμόμαστε πόσο κοντά υπήρξε ο κίνδυνος, πως έφτασε κυριολεκτικά έξω από την εξώπορτα μας και εμείς κάναμε κάτι το απίστευτο.
Διαψεύσαμε όλους εκείνους που περίμεναν τα χειρότερα. Εμείς οι PIIGS. Οι τραγικοί. Οι Νότιοι. Οι βολεψάκηδες που χρωστάνε. Οι φτωχοί. Οι σπάταλοι. Εμείς λοιπόν θα έχουμε να λέμε ότι βάλαμε τους άλλους πάνω από εμάς. Ότι συνειδητοποιήσαμε πως ένα ψητό, ένα τραγούδι, ένα γλέντι, δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα με την διατήρηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ότι εκτιμήσαμε τον άνθρωπο σαν οντότητα και κάναμε πέρα τα προσωπικά μας θέλω, για να υπάρξει μία ακόμη μέρα. Και πρέπει να το σκεφτούμε έτσι. Ότι κάθε φορά που κάνουμε πίσω σε κάτι και μαζευόμαστε σπίτι, ένας άνθρωπος γλιτώνει. Τρεις άνθρωποι για την ακρίβεια, μιας και σύμφωνα με τα δεδομένα μολύνονται από ένας έως τρεις άνθρωποι. Θα έχουμε να θυμόμαστε ότι υπήρξαμε υπεύθυνοι, ανθρωπιστές και ψύχραιμοι.
Γιατί αυτή η πανδημία θα γραφτεί στα κιτάπια της ιστορίας. Θα μείνει στις επόμενες γενιές και θα διδαχτεί στα σχολεία όλου του κόσμου. Και θα είναι μεγάλη μαγκιά να έχουν να λένε «μακάρι να το είχαμε κάνει όπως οι Έλληνες».