Σε αυτά τα πέντε χρόνια, που συμπληρώθηκαν από τότε που ο Παντελής Παντελίδης έφυγε βιαστικά για την απάνω γειτονιά, έχουν γραφτεί χιλιάδες λέξεις για αυτόν τον τύπο. Κι είναι λογικό. Απόλυτα λογικό. Βλέπεις, το ξημέρωμα της 18ης Φεβρουαρίου του 2016, ο Παντελής μετατράπηκε σε μύθο. Μέχρι τότε ήταν ένας καλός τραγουδιστής και κατά πολλούς φαινόμενο. Φαινόμενο, τόσο για την ικανότητα του να φτιάχνει τραγούδια, όσο και για το γεγονός ότι κυνήγησε και έκανε πράξη το όνειρο του, μέσω του youtube. Δεν έκανε δημόσιες σχέσεις, δεν έπαιρνε σβάρνα τις εταιρίες για να μοιράζει demo με τα τραγούδια του, δεν πήγε σε σόου-διαγωνισμούς τραγουδιστών… Πήρε την κιθάρα του, έστησε το κινητό του και έπαιξε τα τραγούδια του στο διαδίκτυο. Και δεν είμαι σίγουρος ότι το έκανε για τον κόσμο. Πιο πολύ μου φαινόταν να το έκανε για πάρτη του. Άντε και για τους έρωτες που τον πλήγωσαν…
Ο Παντελής, θαρρώ πως έζησε και πέθανε όπως γούσταρε. Άφησε τη «σιγουράντζα» του Πολεμικού Ναυτικού όταν μια ολόκληρη χώρα «σκοτώνει» για μια θέση στο Δημόσιο. Έγραφε τα δικά του τραγούδια παρά το γεγονός ότι αμέτρητοι συνθέτες και στιχουργοί ήθελαν να συνδέσουν το όνομα τους με το «φαινόμενο Παντελίδης».
Μοιράστηκε τραγούδια με αυτούς που γούσταρε πραγματικά προεξάρχοντος του Βασίλη Καρρά. Και εν τέλει, την έκανε για εκεί πάνω, έπειτα από ένα βράδυ που έπαιξε και με το χαρτί και με το μπουκάλι, έχοντας πλάι του από την αρχή μέχρι το τέλος της βραδιάς (και της ζωής του), δυο ωραίες γυναίκες… Πριν ξεκινήσει την τελευταία παρτίδα, τραγουδούσε. Τραγουδούσε μέχρι τελικής πτώσης… Έκανε πρόβες επί προβών, ώστε ο κόσμος που θα πήγαινε να τον ακούσει, Παντελιδικοί ή απλά από περιέργεια, να φύγουν από το Κέντρο που θα εμφανιζόταν, επιβεβαιώνοντας όσα είχαν μάθει για τον Παντελή.
Ότι ήταν δηλαδή «φαινόμενο». Για εκείνους. Για τον εαυτό του ήταν απλά ένας τύπος που έκανε αυτό που γούσταρε. Πάντα και παντού. Ένας άντρας που ευχαριστήθηκε τα πάθη του όσο λίγοι. Το τραγούδι, τις γυναίκες, το χαρτί, το μπουκάλι, το τιμόνι… Κάποιες φορές και όλα μαζί, ταυτόχρονα. Από ένα σημείο και μετά ο Παντελής δεν ήθελε να αφήσει το γκάζι. Και δεν το άφησε… Πήγε με χίλια, λιώμα στον γκρεμό… Το καντήλι που δεν σβήνει ποτέ, εκεί στη Βουλιαγμένης, είναι για την ψυχή του Παντελή… Αλλά μοιάζει και με τη φλόγα που πρέπει να έχει αναμμένη στην ψυχή του ο κάθε άντρας.
Για να μένει ζωντανός. Για να ζει κι όχι απλά να περιμένει να πεθάνει…