Οι παιδικές αναμνήσεις μπορεί με τα χρόνια να ξεθωριάζουν αλλά τα βασικά δεν ξεχνιούνται. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα να δω σοβαρή ταινία στο σινεμά με τον πατέρα μου, ή την παρθενική μου επίσκεψη στη ρόδα του λούνα παρκ αγκαλιά με την μητέρα μου.
Αν όμως με ρωτήσεις με ποιους έχω τις περισσότερες αναμνήσεις, αυτές αφορούν δύο ανθρώπους που με κοίταζαν κάθε μέρα και μου πρόσφεραν πάντα ζεστασιά. Εκείνους που οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας και αν με πετύχαιναν, έσκαγαν ένα χαμόγελο σαν τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, προσφέροντάς μου μία αίσθηση ασφάλειας και λατρείας που μόνο εκείνοι ήξεραν και μπορούσαν να μεταδώσουν.
Μιλώ για τη γιαγιά και τον παππού μου
Αν η καθημερινότητά μου μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα ανθρώπινο σώμα, αυτοί οι δυο άνθρωποι θα ήταν το ρούχα μου. Αναπόσπαστο κομμάτι μου. Στη ζωή μου είχα την ευτυχία να ζω ουσιαστικά στο ίδιο σπίτι μαζί τους, οπότε δεν μπορώ να πω πως πέρασε μέρα που να μην τους είδα.
Ήταν ένα σύστημα για μένα: Βαριόμουν στο σπίτι; Κατέβαινα στο διαμέρισμά τους για να δω τηλεόραση -συνήθως «Λάμψη»- με τη γιαγιά. Ήθελα να την κοπανήσω από τον πατέρα μου που με κυνηγούσε να διαβάσω; Κρυβόμουν με τον παππού και τους δύο μολοσσούς του στο δωμάτιό του.
Αν με ρωτήσεις, είναι τόσα πολλά που πέρασα μαζί τους, που τα θυμάμαι απίστευτα ζωντανά. Δεν ήθελαν να μου χαλάνε ποτέ χατίρι και όποτε το έκαναν τους έβλεπες με ένα μεγάλο πόνο στα μάτια. Σαν να ένιωθαν πως ένα κομμάτι του εαυτού τους ήταν δυστυχισμένο και έψαχναν εναλλακτικούς τρόπους για να το διορθώσουν. Ήθελαν όταν πλέον έφτανε η ώρα να μ’ αποχωριστούν να υπάρχει σιγουριά πως θα ήμουν γεμάτος. Και έτσι θα ήταν και αυτοί.
Όταν άρχισαν τα προβλήματα…
Για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι προβλήματα. Σίγουρα δεν έσφυζαν από ενέργεια όπως όταν χωρούσα ακόμα στην αγκαλιά τους, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα να μην μπορούν να περάσουν κάποια στιγμή μαζί μου και με τα άλλα δυο αδέρφια μου λόγω κούρασης.
Για τους παππούδες μας άλλωστε αποτελούμε το ελιξίριο της ζωής. Δεν ξέρω αν είναι επειδή νιώθουν ξανά γονείς ή βλέπουν στα μάτια μας τους εαυτούς τους μικρούς ή απλώς περιμένουν να τους δείξουμε πώς δουλεύει τα tablet, τα κινητά τηλέφωνα ή το facebook, το μόνο βέβαιο είναι ότι ζουν από αυτές τις στιγμές. Και το κυριότερο; Δεν τους νοιάζει να πάρουν πίσω τίποτα σαν αντάλλαγμα.
Θα σε πιέσουν να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, θα σου μάθουν πέντε πράγματα για τη ζωή, θα σου εξιστορήσουν αμέτρητες ιστορίες από την Χούντα -ή και την κατοχή- και δεν θα σου κάνουν ποτέ κάποιο παράπονο αν δεν τους πήρες κάποιο δώρο. Το μεγαλύτερο δώρο είναι να δείξεις πως δεν τους ξεχνάς. Γιατί εκείνοι δεν θα σε ξεχάσουν ποτέ.
Μην αφήσεις ποτέ στιγμή που θα μπορούσες να περάσεις μαζί τους. Ναι μεν τους γονείς μας τους αγαπάμε και θέλουμε να τους βλέπουμε αλλά σε σχέση με τους παππούδες μας, ο χρόνος δεν μετρά τόσο γρήγορα αντίστροφα. Την επόμενη φορά που θα σε ρωτήσει η γιαγιά σου πώς πέρασες στο ταξίδι σου, μην της πεις ποτέ «θα στα πω όλα το σαββατοκύριακο». Όπως μην σκεφτείς ποτέ να αρνηθείς μια βόλτα στο πάρκο με τον αγαπημένο σου παππού επειδή θες να πας για καφέ με την παρέα.
Ξέρω ότι υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που δεν έζησαν τόσο πολύ τον παππού και τη γιαγιά τους ή άλλοι που δεν είχαν καν την ευκαιρία να ζήσουν αυτή τη ζεστασιά καθώς δεν τους πρόλαβαν καθόλου. Για ένα άτομο που έζησε για δέκα χρόνια προπαππούδες, είκοσι παππού και σχεδόν τριάντα γιαγιά, οι στιγμές αυτές θα είναι για πάντα ζωντανές. Όποιος και να είπε πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, δεν παύουν ποτέ να είναι άνθρωποί σου. Και ένας αγαπημένος σου άνθρωπoς, δεν παύει ποτέ να σου λείπει.