Κανονικά αγγαρεία είναι να σε βάζουν στο στρατό να πλένεις δίσκους και ποτήρια ή να κάνεις «γόπινγκ». Αγγαρεία μπορεί να είναι να σε στείλει η μάνα σου να κατεβάσεις πράγματα από το πατάρι ή ο πατέρας σου να πας στο υπόστεγο και να κουβαλήσεις ξύλα για το τζάκι. Να σε βάλει η γυναίκα σου να πας μια ώρα δρόμο μέσα στην κίνηση γιατί η μάνα της έχει ραντεβού στον παθολόγο και δεν έχει άλλο τρόπο να πάει. Γενικά, πολλά πράγματα μπορούν να θεωρηθούν αγγαρεία. Αλλά το να παίζεις για την Εθνική ομάδα; Ε, δεν γίνεται.
Η Εθνική ομάδα, σε κάθε σπορ, δεν έχει προφανώς τα χρήματα ή το πρεστίζ ή τη δόξα και τη δημοσιότητα που μπορεί να έχει ένας σύλλογος - και μην βλέπουμε για παράδειγμα τα χρήματα που έβγαλαν οι διεθνείς όταν κατέκτησαν το Euro 2004, πέτυχαν κάτι εξωπραγματικό τότε, οπότε ανταμείφθηκαν με ποσά «εξωπραγματικά» και πολύ καλά έγινε. Μπορεί να μην έχει καν τη λάμψη που μπορεί να έχει ένας ευρωπαϊκός αγώνας με τον σύλλογο, μπορεί να παίζει η Εθνική με καμία Μάλτα, κανέναν Άγιο Μαρίνο ή Λιχτενστάιν και να μην έχουν κουράγιο να πάνε στο γήπεδο ούτε οι συγγενείς πρώτου βαθμού των παικτών. Κατανοητά όλα αυτά.
Μόνο που στο μυαλό κάποιων, το να φοράς τη φανέλα με το εθνόσημο, παραμένει τιμή. Καψούρα. Υπερηφάνεια και ένας στόχος ζωής που εκπληρώθηκε. Αυτό που ονειρευόταν από μικρός, όταν πρωτοκλώτσησε το τόπι, όταν πέταξε για πρώτη φορά μια πορτοκαλί μπάλα προς μια μπασκέτα, όταν έκανε το πρώτο σερβίς σε ένα ανοιχτό γήπεδο βόλεϊ με σκισμένο φιλέ.
Δεν είναι ούτε «εθνικιστικό» ούτε «χρυσαυγίτικο» ή «ακροδεξιό» να γουστάρεις να εκπροσωπήσεις τη χώρα σου - μακριά από μένα και από εμάς οτιδήποτε ακραίο, αρρωστημένο ή «πατριδοκάπηλο». Απλά στο δικό μου το μυαλό, από τότε που ήμουν μικρός και έκανα κολύμβηση ή έπαιζα πινγκ-πονγκ στον Παναθηναϊκό και μετά που έπαιξα μπάσκετ, υπήρχε πάντα η ελπίδα ότι ίσως μια μέρα να είμαι τόσο καλός, που να μπορέσω να φορέσω το εθνόσημο. Φαντάζομαι ότι ήταν όνειρο και πολλών άλλων. Κάποιοι τα κατάφεραν, άλλοι δεν τα καταφέραμε, καλή καρδιά και πάμε παρακάτω. Αλλά πού παρακάτω; Σε παίκτες που είναι τόσο καλοί, ώστε να τους ζητάνε να εκπροσωπούν τη χώρα τους, που καλούνται στην Εθνική κι εκείνοι το αντιμετωπίζουν σαν αγγαρεία;
Προφανώς δεν είναι όλοι αλλά σίγουρα είναι κάποιοι. Προφανώς δεν είναι θέμα μόνο της Εθνικής ποδοσφαίρου που είναι στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες για τους «λάθος λόγους», για την εμφάνιση και την ήττα από την Ιταλία, αλλά και των άλλων αθλημάτων - παλιότερα του μπάσκετ και πάει λέγοντας. Και με κάθε σεβασμό στους αθλητές που σπάνε τα ποδάρια τους και ανοίγουν τα κεφάλια τους, που κουράζονται όλη τη χρονιά παίζοντας αμέτρητους αγώνες και κάνοντας αναρίθμητες προπονήσεις, που θέλουν να ξεκουραστούν και να περάσουν χρόνο με τα αγαπημένα τους πρόσωπα πριν ξεκινήσει πάλι ο «ανήφορος», η Εθνική δεν μπορεί να είναι αγγαρεία. Ούτε γίνεται να «διαλέγουν» παιχνίδια, ανάλογα με τη σημασία και την προβολή τους - να είναι πρώτοι και καλύτεροι και ορεξάτοι και «αποφασισμένοι» στα Euro και τα Παγκόσμια και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά να «κλωτσάνε τα μούτρα τους» ή να «περιφέρουν το σαρκίον τους» στις προκριματικές φάσεις και τα παιχνίδια με αντιπάλους που δεν γεμίζουν ούτε το μάτι, ούτε καν το 1/3 του γηπέδου.
Ο «καλός στρατιώτης» είναι καλός στρατιώτης παντού και πάντοτε: και σε «καιρό ειρήνης» και σε «καιρό πολέμου». Και στα χαρακώματα και σε ειρηνευτική αποστολή. Είναι πάντα εκεί, διαθέσιμος, όποτε του ζητηθεί. Διότι τον χρειάζεται η Εθνική να την εκπροσωπήσει, να δώσει τη «μάχη», να κυνηγήσει μια διάκριση, να τη γλιτώσει από ένα στραπάτσο, να διαφυλάξει την τιμή και το κύρος της. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για «καλοί στρατιώτες» ή κάποιοι μπορεί να υπηρετήσουν με συνέπεια και αυταπάρνηση για χρόνια και κάποια στιγμή να κουραστούν, να μπουχτίσουν, να μην μπορούν άλλο. Δεν είναι κακό - κακό είναι να μην το λες, να κάνεις αγγαρεία και κυρίως να στερείς την ευκαιρία από κάποιον άλλον που μπορεί να έχει σαν όνειρο ζωής να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο και να εκπροσωπήσει τη χώρα του σε έναν διεθνή αγώνα. Άλλωστε, τι προτιμάμε; Έναν ταλαντούχο αλλά βαριεστημένο άνθρωπο, που θα δώσει το 50% για να βγάλει την υποχρέωση, ή έναν με το μισό του ταλέντο αλλά την δεκαπλάσια διάθεση, που θα δώσει ό,τι έχει και δεν έχει για να ανταποδώσει την τιμή που του έκαναν, όταν τον κάλεσαν στην Εθνική;