Η μικρή μονοκατοικία που μέναμε ήταν από την άλλη μεριά του Anfield, πίσω από το πάρκο Stanley. Ήταν ένα από τα πολλά μικρά σπίτια της οδού Bardsay, της οδού «χωρίς μυστικά» όπως έλεγαν οι κάτοικοι, λόγω της φασαρίας και της πολυκοσμίας της. Το δικό μας δεν είχε απολύτως καμιά διαφορά από τα υπόλοιπα. Τίποτα το εξαιρετικό, τίποτα το πομπώδες. Ένα σπίτι με καφέ τούβλα και άσπρη ξύλινη πόρτα, με τη μάνα μου να γκρινιάζει συνεχώς για την φασαρία που ακουγόταν από τον δρόμο. Το Goodison Park, το σπίτι των «toffies», ήταν 20 λεπτά με τα πόδια από την περιοχή. Και ενώ, τυπικά, θα θεωρούσε κανείς πως βρισκόμαστε στην περιοχή τους, η οδός Bardsay είχε τόσους οπαδούς των Toffie’s όσους και των Red’s. Το ίδιο συνέβαινε και στις οδούς τριγύρω από το Anfield. Την πρώτη φορά που πήγαμε γήπεδο με τα κόκκινα κασκόλ, νόμιζα ότι θα μας στρίμωχναν σε καμία γωνία. Αλλά δεν συνέβη ποτέ τίποτα.
No place like home
Έμαθα να είμαι Liverpool από τον Άγγλο θείο μου. Όποτε ερχόταν διακοπές στην Ελλάδα έφερνε πάντα ένα κασκόλ ή την εμφάνιση της ομάδας. Οι πρώτοι Liverpoolians που έμαθα από εκείνον ήταν οι Beatles. Ακούς την μουσική από μικρό παιδί και πιστεύεις ότι δεν μπορείς να βρεις τίποτα πιο υπέροχο από τα τραγούδια του John Lennon. Και ίσως αυτό να είναι αλήθεια. Αλλά μετά ακούς τις ιστορίες για τον θεό επί γης Bill Shankly. Τον Alan Hansen. Τον Tommy Smith και τον Phil Neal. Τους δύο μεγάλους Ian, τον Rush και τον Callaghan. Και παρότι όλοι οι προαναφερθέντες έχουν χαράξει την δική τους ιστορία, ανήκω στην γενιά που μεγάλωσε με τον McManaman και τον Fowler. Που πρόλαβε τον Grobbelaar κάτω από τα δοκάρια, αλλά και τον Rush να τρέχει δίπλα στον Jamie Redknapp. Μαθαίνεις να την αγαπάς την Liverpool. Τα παιχνίδια της. Τον κόσμο της. Τα συνθήματα που είναι τόσο διαφορετικά για κάθε ομάδα. Που ο κόσμος πιστεύει ότι γίνεται της κακομοίρας σε ένα Merseyside ντέρμπι, αλλά που στην πραγματικότητα κανένας δεν οπαδός δεν μισεί τίποτε άλλο όσο την Manchester United.
H μυρωδιά της κερκίδας
Το πιο απολαυστικό ήταν αυτή η «Βρετανίλα» που συνόδευε τα ματς στις κερκίδες. Έβλεπες ανθρώπους όλων των ηλικιών, να στηρίζουν την ομάδα με την ίδια λαχτάρα. Εδώ το λέμε «καύλα με την ομάδα». Εκεί το λένε «our duty (μτφρ.: «είναι καθήκον μας»). Δεν βλέπεις μόνο 18χρονους να κρατάνε πανό, κασκόλ και σημαίες. Υπάρχουν 60χρονοι και 70χρονοι που έχουν αυτό το αχόρταγο ύφος του παλαίμαχου οπαδού. Του τύπου που ήταν εκεί από πάντα και στήριζε την ομάδα με όλο του το είναι. Που γυρνάει απότομα και λέει στους νεότερους να βγάλουν τον σκασμό και να δουν μπάλα, όχι να συζητάνε για γκόμενες την ώρα του ματς. Εκείνη την ώρα, το μόνο που έχει σημασία είναι η Liverpool. Θυμάμαι επίσης μια δεκάδα οπαδούς από την Ιαπωνία. Έχουν έρθει χαμογελαστοί και έχουν «παντρέψει» την σημαία της Liverpool με εκείνη της χώρας τους. Εκείνη την εποχή μου φαινόταν αδύνατο. Σήμερα συμβαίνει το ίδιο με χώρες σε όλο τον κόσμο. Από την Νορβηγία μέχρι το Μεξικό και από τον Καναδά μέχρι την Τουρκία. Ο κόσμος της Liverpool είναι παντού και η αφοσίωση σε αυτή κρατάει για μία ζωή.
Οι άνθρωποι γύρω από το Anfield
Μερικά τετράγωνα μακριά από το Anfield, υπήρχε μία pub -ανάμεσα στις αναρίθμητες- που ονομαζόταν «Singing Pint». Ο άνθρωπος που βρισκόταν πίσω από πάγκο ονομαζόταν Charlie Beane και είναι μέχρι και σήμερα ο παιδικός φίλος του θείου μου. Ανήκει στους τύπους που θα ονόμαζες «γίγαντας με χρυσή καρδιά». Είχε ασυνήθιστα κόκκινα μάγουλα, ξεπερνούσε το 1,90 για πλάκα και είχε μεγάλο μουστάκι το οποίο λέρωνε τακτικά με αφρό μπίρας. Όταν δεν μιλούσε για παλιές νίκες και δεν τραγουδούσε, εκτελούσε χρέη ινστρούκτορα στους πιτσιρικάδες. «Η Liverpool» έλεγε «δεν είναι ομάδα για ανθρώπους χωρίς καρδιά και δεν είναι ομάδα για φασίστες. Πετάξαμε στη θάλασσα αυτά τα καθάρματα και τώρα θα τα βάλουμε σπίτι μας;». Μέχρι και σήμερα, η πλειοψηφία των οπαδών γιουχάρει όταν η Liverpool αντιμετωπίζει γερμανικές ομάδες. «Πρέπει να σέβονται το Anfield. Και αν δεν μπορούν να το κάνουν, θα σε σεβαστούν αυτά εδώ» έλεγε δείχνοντας τις γροθιές του.
Στους πιο θερμόαιμους άνηκε ο γερό-Τhomas, συνταξιούχος ταχυδρόμος τότε και ισόβιος ακόλουθος της Shankly εποχής. Ο κόσμος τον φώναζε «Στρατηγό» από σεβασμό γιατί ήταν ο γηραιότερος. Δεν είχε υπομονή και δεν γούσταρε κανέναν. Όταν μπορούσες να διακρίνεις μερικές λέξεις από την βαριά scouse προφορά του, έβριζε την Everton, την Manchester, τους Ναζί και γενικά τους πάντες. Δεν συμπαθούσε ούτε την Arsenal γιατί έβρισκε γελοίο τον θυρεό της.
Ο θείος μου είχε διηγηθεί ένα στόρι για τον γερό-Τhomas στα νιάτα του, όπου κάτι οπαδοί της Manchester έκαναν το λάθος να κοκορευτούν δημόσια για τα γκολ του Mark Robins. Ο Thomas μάζεψε 10 άτομα και τους έστειλε στο νοσοκομείο. Δεν είναι όμως όλα τσαμπουκάς. Υπήρχαν άνθρωποι στη γειτονιά που συγκέντρωναν χρήματα για τις άπορες γυναίκες. Που μαγείρευαν συσσίτια για άστεγους. Που μάζευαν λεφτά για ανθρώπους που έπρεπε να κάνουν εγχειρήσεις. Το μεγαλύτερο ποσό που είχα ακούσει πως είχε δοθεί, ήταν σε οπαδό της Εverton. Όλοι αυτοί οι απίστευτοι άνθρωποι, που ευελπιστώ να υπάρχουν σε κάθε γωνιά της Γης, είχαν ένα κοινό: την αγάπη τους για την ομάδα.
Όλα είναι στην καρδιά
Δεν ξέρω αν η Liverpool είναι μεγαλύτερη ομάδα στον κόσμο. Μάλλον δεν είναι. Ξέρω όμως ότι μέσα από αυτή γνώρισα μερικούς από τους πιο απίστευτους ανθρώπους που υπάρχουν εκεί έξω. Μία ομάδα που εμπνέει τόσο τους ίδιους τους scousers, όσο και εκείνους τους Ιάπωνες που εμφανίστηκαν στις κερκίδες με τα χρώματα του πολέμου. Ένα fan club που έχει σίγουρα πολλούς τρελαμένους οπαδούς, αρκετούς θερμόαιμους, αλλά που είναι έτοιμοι να σε αγκαλιάσουν σαν αδερφό και να σε κεράσουν ένα τόνο από μπύρες αν τραγουδήσεις μαζί τους για το Anfield. Μία ομάδα που σήμερα κλείνει 127 χρόνια ζωής και που είναι αυτή που είναι, χάρη στους οπαδούς της.
Γιατί όσα ματς και αν πέρασαν, όσες χαρές και πίκρες και αν μοιράστηκα, αυτό που δεν θα ξεχάσω θα είναι εκείνη η μέρα που αφήναμε εκείνο το μικρό σπιτάκι στην οδό Bardsay. Που ο απίστευτος γίγαντας Charlie, είπε εκείνη την ατάκα που ήλπιζα να πει για να πάνε όλα καλά.
«Μην στεναχωριέσαι που αφήνεις το Liverpool γιατί εκείνο δεν θα σε αφήσει να φύγεις ποτέ».