Η βαριά ανάσα και ο πλαταγισμός από τα παγωμένα ziti στο στόμα του James Gandolfini ηχούν ακόμα στα αυτιά μας. Είναι πάρα πολλές οι σειρές που ξέρουμε απ’έξω κι ανακατωτά διαλόγους ολόκληρων επεισοδίων, από τα «Φιλαράκια» μέχρι τους «Απαράδεκτους» έχουν χτιστεί ολόκληρες παρέες πάνω στις ατάκες που βγάζουν ακόμα το ίδιο γάργαρο γέλιο χωρίς να φθείρονται από το πέρασμα του χρόνου. Όμως οι Sopranos είναι η μοναδική σειρά που θυμόμαστε ακόμα και το παραμικρό ουφ του Tony, νιώθουμε το κρύο του Pine Barrens να μας περονιάζει ακόμα και στα μέσα Ιουνίου και κάθε φορά που ένας πράκτορας του FBI κόλλαγε ένα ακουστικό στο στήθος κάποιου ρουφιάνου, σχεδόν μας έπιανε κρύος ιδρώτας από την αγωνία, οι Sopranos δεν ήταν ακόμα μία τηλεοπτική σειρά.
Η ταινία πάντως με τον νεαρό Tony Soprano μας απογοήτευσε.
Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για την επιρροή που είχε ο David Chase, δημιουργός των Sopranos, στην τηλεόραση. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι χωρίς τους Sopranos δεν θα είχαμε Mad Men, δεν θα είχαμε Breaking Bad, είναι πολύ πιθανό να μην υπήρχε το Netflix όπως το ξέρουμε, ενώ ακόμα και σοβαρές ελληνικές τηλεοπτικές παραγωγές που έσπασαν το τείχος της μετριότητας πήραν λίγη φόρα από την τομή του David Chase. Το ότι ο David Chase κατάφερε να αποδείξει ότι ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα μπορεί να είναι εφάμιλλο σε ποιότητα με μια κινηματογραφική ταινία είναι το μεγαλύτερό του επίτευγμα, αλλά δεν είναι το μοναδικό. Με αφορμή εκείνο το απότομο τέλος που μας άφησε μετέωρους αξίζει να μιλήσουμε και για τα υπόλοιπα.
Δεν ήταν ούτε η πρώτο και σίγουρα δεν θα είναι το τελευταίο πολιτιστικό προϊόν με λειτουργία ορόσημου. Υπάρχουν πάρα πολλές ταινίες, πάρα πολλές σειρές, πάρα πολλές μουσικές που άλλαξαν τους κανόνες της ποπ κουλτούρας, όμως οι Sopranos κάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό, πολύ πιο βαθύ και με διάρκεια που έφτασε μέχρι την πρώτη καραντίνα της πανδημίας και ίσως συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα κάποια άλλα θεάματα που άλλαξαν την ιστορία του είδους τον Πολίτη Κέιν, το Godfather αλλά και την πρώτη τριλογία των Star Wars. Ο χρόνος τα έχει αγγίξει ελάχιστα, όμως ένας millenial ή ένας zoomer όταν τα είδε για πρώτη φορά, είδε ακριβώς αυτή την τομή που έκαναν οι δημιουργοί τους τότε. Παρότι κορυφαία θεάματα και τα τρία εντελώς άσχετα μεταξύ τους, κάποιος που τα βλέπει σήμερα τα βλέπει για να έχει τις πολιτιστικές αναφορές και για την ιστορική γνώση, αδυνατούν να διαμορφώσουν τις σημερινές γενιές με τον τρόπο που διαμόρφωσαν τις γενιές στην πρεμιέρα τους. Οι Sopranos το καταφέρνουν και ο τρόπος που το κάνουν είναι σχεδόν μαγικός.
Όταν ξεκίνησε να προβάλλεται η σειρά όλοι είπαν ότι έχουμε μια τηλεοπτική μεταφορά του Godfather στο 1999. Στο επίκεντρο ήταν πάλι μια μαφιόζικη οικογένεια και αυτή τη φορά ο David Chase πάτησε στα ίχνη του Francis Ford Coppola και θέλησε να μιλήσει για την οικογένεια με τη μαφία να είναι μόνο το όχημα. Ο Chase ήθελε να μιλήσει για τη δική του οικογένεια με τη μητέρα του Tony Soprano να έχει χτιστεί πάνω στη δική του μητέρα. Μέχρι τους Sopranos ο θεσμός της οικογένειας ήταν πολύ ιερός για να αποδομηθεί σε prime time μετάδοση. Ακόμα και στο Godfather με τόση βία και τόσες προδοσίες, ο θεσμός της οικογένειας έπρεπε να μείνει άθικτος, δεν υπάρχουν καλές και κακές οικογένειες, μόνο οικογένειες και αυτές είναι.
Βάζοντας τον Tony Soprano στην καρέκλα της Δρ Jennifer Melfi, έβαλε και πάλι τον εαυτό του και έκανε ένα remake της δικής του τοξικής σχέσης με τη μητέρα του. Ένας Ιταλός κόντρα στη μάνα του; Να ένα από τα καινά δαιμόνια που έφεραν οι Sopranos. Από τη στιγμή που έκατσε ο James Gandolfini στην καρέκλα της ψυχιάτρου, από τη στιγμή που πήρε το πρώτο Prozac γκρεμίστηκε ένα τεράστιο χάρτινο κάστρο. Όταν ο Tony Soprano έλεγε ότι δεν μπορεί να μαθευτεί το ότι ένας μαφιόζος πάει σε ψυχίατρο γιατί θα έχανε τα πάντα, δεν μιλούσε μόνο για τους μαφιόζους. Το 1999 το να πάει ένας άντρας σε ψυχίατρο και να μιλήσει για όλα όσα τον αγχώνουν και του προκαλούν κρίσεις πανικού ήταν κάτι το ανήκουστο, ακόμα κι αν δεν ήταν μαφιόζος, ακόμα κι αν καθόταν πίσω από ένα βαρετό γραφείο κάθε μέρα από τις 9 πρωί, μέχρι τις 5 το απόγευμα.
Ο επιφανειακά σκληρός και αδίστακτος μαφιόζος δεν είναι τελικά τόσο σκληρός και ούτε τόσο αδίστακτος. Όχι, δεν είναι κάποιος τρυφερός ουμανιστής όπως συμβαίνει σε πολλές κλισεδιάρικες μαφιόζικες αναπαραστάσεις, είναι ένας αδύναμος και τρωτός άντρας που προσπαθεί να κρατήσει σε συνοχή τη ζωή του, την οικογένειά του και τη δουλειά του, όπως όλοι μας.
Αυτή η συνοχή δεν είναι ποτέ δεδομένη, οι Sopranos δεν έχουν happy end, όχι μόνο στο τελευταίο τους επεισόδιο, αλλά ακόμα και σε πάρα πολλές από τις πλοκές που αναπτύχθηκαν στον διάβα της σειράς. Πολλές φορές ο Chase κατηγορήθηκε για «σαδισμό» απέναντι στους τηλεθεατές, ότι ήθελε να τους κάνει να υποφέρουν λίγο ακόμα να νιώσουν το άγχος των πρωταγωνιστών. Στην πραγματικότητα ο Chase ήθελε να πει ότι στη ζωή τίποτα δεν τελειώνει πραγματικά, μόνο η ίδια η ζωή.
Το ότι η ζωή συνεχίζεται ό,τι κι αν συμβεί οι millennials το κατάλαβαν πάρα πολύ καλά όταν λίγα χρόνια μετά το τέλος των Sopranos έζησαν την πρώτη μεγάλη λαχτάρα της ζωής τους με την χρηματοπιστωτική κρίση που ήρθε. Χωρίς να είμαστε μαφιόζοι καταλάβαμε πολύ καλά τι είναι άγχος, τι είναι κρίσεις πανικού και πόσο εύθραυστοι είναι οι οικογενειακοί δεσμοί. Το ίδιο συνέβη και με την Gen Z που ένα μεγάλο ποσοστό της είδε για πρώτη φορά τους Sopranos μέσα στην πανδημία. Ήταν η εποχή του άπλετου ελεύθερου χρόνου και της ενδοσκόπησης με τη φράση «Πες καμιά καλή σειρά να δω» να ανταλλάσσεται με συχνότητα καλημέρας.
Η υγειονομική κρίση που ήρθε δοκίμασε εκ νέου την ψυχική μας υγεία και αυτή τη φορά ο Tony ήταν και πάλι επίκαιρος, κάθε γενιά που βλέπει τους Sopranos βλέπει το δικό της είδωλο σε ένα τηλεοπτικό παλίμψηστο. Μαθαίνοντας ότι είναι ok να μην είσαι ok, μάθαμε να επιβιώνουμε όλα αυτά τα χρόνια και χρωστάμε πάρα πολλά στον Tony Soprano που μας το έμαθε. Μας έμαθε να παλεύουμε ακόμα και κόντρα στις πιθανότητες και τις συνθήκες γιατί το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι η επιβίωση και αυτό δεν έχει καμία σημασία με το πολυπόθητο happy end γιατί η ζωή ξεκινάει μόλις σβήσουν τα φώτα και μαυρίσει η οθόνη.