Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική στο θρυλικό Palace of Auburn Hills του Detroit. Μια κατάσταση που αν ξυπνούσες από κόμμα θα πίστευες ότι είσαι στο επίκεντρο επεισοδίων ενός ελληνικού ντέρμπι παρά σε κλειστό του ΝΒΑ. Ένα ολόκληρο γήπεδο να βράζει, γονείς που επιχειρούν να καλύψουν τα πρόσωπα των παιδιών τους και ανάμεσά τους μια ομάδα από περίπου 20 ατόμων φορώντας κίτρινα και μοβ από την Indiana να προσπαθεί να επιβιώσει από τον γενικότερο αναβρασμό. Μετά από χίλια κύματα οι Indiana Pacers καταφέρνουν να μπουν στα αποδυτήρια, προσπαθώντας να ησυχάσουν από αυτό που μόλις έχουν βιώσει.
Στο κλειστό δωμάτιο, δεξιά της φυσούνας του «Παλατιού» του Detroit, ο νυν Sandiford-Artest (τότε απλως Ron Artest) κοιτάζει κατάματα τον συμπαίκτη του Stephen Jackson και μέσα στον σαματά του εκφράζει την απορία του:
«Λες να μπλέξουμε;» είναι η ερώτηση που οδηγεί τον δεύτερο σε παρατεταμένο γούρλωμα των ματιών.
«Ήθελα να σου απαντήσω πως υπάρχει περίπτωση να μην έχουμε δουλειά από αύριο» του εκμυστηρεύεται αρκετά χρόνια αργότερα από το συμβάν.
Στο μυαλό των περισσότερων, ένα παιχνίδι μπάσκετ που εξελίσσεται σε καβγά είναι πάντα δυσάρεστο και αντίθετο στους κανόνες και τις αξίες της ευγενούς άμιλλας. Το θέμα είναι ωστόσο ότι όσος κόσμος παρακολουθούσε τόσα χρόνια το ΝΒΑ, πέρα από τις εντυπωσιακές φάσειες, τα καρφώματα και θρυλικά buzzer beaters είχε συνηθίσει σε ορισμένες σταθερές. Ένα άθλημα που από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο σφύριγμα άπαντες παλεύουν για την μπάλα, από το εναρκτήριο παιχνίδι έως και το φινάλε της μακράς κανονικής περιόδου έπεφταν συνεχώς κορμιά για κάθε διεκδίκηση, για κάθε σουτ, για κάθε προσπάθεια ανάκτησης πλεονεκτικής θέσης μετά από ριμπάουντ.
Με λίγα λόγια, θέαμα και ξύλο. Πολύ ξύλο.
Για όποιον είδε το «Last Dance» του Michael Jordan στο επεισόδιο όπου τα βάζει με τους «Bad Boys» του Isiah Thomas, του έφτανε για να εκτιμήσει την αξία του και να συνειδητοποιήσει γιατί θα είναι πάντα ο GOAT. Παίζοντας σε ένα ΝΒΑ που σε κάθε σου διείσδυση έπρεπε εκτός από μπασκετμπολίστας να ελίσσεσαι και σαν πυγμάχος, ο κόσμος έβλεπε επί χρόνια τους μπασκετικούς του ήρωες να «ματώνουν» για το καλάθι αντί να εκμεταλλεύονται την νέα τάξη των πραγμάτων και την προστασία των διαιτητών με το άκουσμα ενός μόλις «αουτς», ή φλοπαρίσματος όπως μάθαμε το «θέατρο».
Οι μάχες μεταξύ Pistons και Bulls, αργότερα τα νταϊλίκια του John Starks των Knicks στα παιχνίδια απέναντι στους «ταύρους», οι κοκορομαχίες μεταξύ Larry Johnson και Alonso Mourning, ή το επικό μπουνίδι του Marcus Camby που καταλάθος βρήκε τον προπονητή του, Jeff Van Gundy αντί για τον αντίπαλο είναι στιγμές που έχουν αποτυπωθεί περισσότερο ακόμα και από κατακτήσεις τίτλων ή εμφατικά καρφώματα.
Με το ΝΒΑ να είναι σε κρίσιμη καμπή στη μετά-Jordan εποχή, ο κομισάριος του ΝΒΑ, David Stern, είχε αρχίσει να απηυδύει με την «σκληράδα» που είχε το παιχνίδι, ενώ ταυτόχρονα δεν του άρεσε καθόλου το hip hop style που είχε αρχίσει να φέρνει στη μόδα ο Allen Iverson. Ουσιαστικά έψαχνε μία αφορμή για να φέρει τα πάνω κάτω στο ΝΒΑ.
Έχουμε γράψει αφιέρωμα για τον Allen Iverson.
Malice at the Palace
Τελικώς αυτή η αφορμή συνέβη στις 19 Νοεμβρίου του 2004, στο γήπεδο των πρωταθλητών του ΝΒΑ, Detroit Pistons. Τότε που οι Pacers ερχόταν με φόρα και στόμφο επίδοξων πρωταθλητών –η κορυφαία ομάδα που έχουν δημιουργήσει την τελευταία 20ετία-, επισκεπτόμενοι το Palace of Auburn Hills. H βραδιά κυλούσε ιδανικά για τους φιλοξενούμενους, τα τελευταία δευτερόλεπτα έμοιαζαν διαδικαστικά και με το σκορ στο 97-82, οι Pacers ετοιμάζονταν για μια μεγάλη νίκη. Όλα αυτά μέχρι να κάνει ένα σκληρό- λέμε τώρα- φάουλ ο Artest στο «κτήνος» που λέγεται Ben Wallace.
Και τότε άρχισαν τα ωραία…
Η γεμάτη παράπονο χροιά της σύγχρονης φωνής του ΝΒΑ, Mike Breen, ακόμα και σήμερα αποτυπώνει τον τρόμο που επικρατούσε εκείνη τη νύχτα στο Detroit. Το «Artest has a very scary look on his face» που ακούγεται κάποια στιγμή στο βίντεο ακόμα και σήμερα ανατριχιάζει, μια κατάσταση που ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Stern.
Η επόμενη μέρα έφερε τους «φασαριόζους» του χαμού προ των ευθυνών τους, με το ΝΒΑ να τιμωρεί σκληρά τον Artest που τόλμησε να επιτεθεί σε οπαδό. Το χειρότερο όμως είναι ότι οι τιμωρίες δεν δόθηκαν μονάχα από το ΝΒΑ, αλλά και από το δικαστήριο της πόλης.
Δείτε στο παρακάτω άλμπουμ αναλυτικά τις τιμωρίες που δόθηκαν:
Κάποιος θα έλεγε πως το «Malice at the Palace» κατέστρεψε ουσιαστικά τους Pacers και την ομάδα πρωταθλήματος που είχαν, στην πορεία ωστόσο φάνηκε ότι «άγγιξε» ολόκληρο το franchise και την μετέπειτα πορεία του.
Τα πάντα άλλαξαν
Θα έλεγε κανείς πως όταν αυξάνονται τα μέτρα για την προστασία των αθλητών, -μείωση της επιτρεπτής ποσότητα αλκοόλ των φιλάθλων και άυξηση της περιφρούρησης του γηπέδου- είναι βήματα προς την σωστή κατεύθυνση. Το μεγάλο όμως πλήγμα για το ΝΒΑ, ήταν ότι ο David Stern μέσα στο γενικότερο reboot που επιχείρησε απαγόρεψε ένα μεγάλο κομμάτι από το DNA του αθλήματος. Την σκληράδα.
Πλέον για κάθε καβγά υπήρχε τιμωρία ενός παιχνιδιού, για κάθε γροθιά που επιχειρούσες επίσης άλλο ένα ματς εκτός, ενώ αν έβρισκες τον αντίπαλο έμενες σπίτι για 15 παιχνίδια τουλάχιστον. Έκτοτε οι οδηγίες προς τους διαιτητές έπρεπε να προστατέψουν το παιχνίδι και να εξαφανίσουν τη σκληράδα. Από τότε ξεκίνησαν τα «θέατρα» και οι προστασίες των διαιτητών στους star των ομάδων προκειμένου να βελτιώνουν τα στατιστικά τους, από τότε άρχισαν οι παίκτες να παίρνουν τεχνικές ποινές σαν καραμέλες απλά και μόνο επειδή αγριοκοίταξαν κάποιον.
Το ΝΒΑ όπως το ξέρουμε σήμερα δεν έχει καμία σχέση με εκείνο της εποχής του Jordan. Παίκτες θρύλοι όπως ο Rodman ή ο Laimbeer ενδεχομένως να μην έκαναν τις ίδιες καριέρες αν έπαιζαν στο σημερινό πρωτάθλημα αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα το μάθουμε ποτέ. Είναι ίσως και ο λόγος που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κάνουμε ασφαλή σύγκριση μεταξή του Jordan και του LeBron όσο και αν έχουν αποφασίσει πλέον, κάτι «floppers» τύπου Harden να βλέπουν τα στατιστικά να κατηφορίζουν επικίνδυνα.
Η 19η Νοεμβρίου είναι μια «μαύρη» μέρα για το ΝΒΑ για παραπάνω από έναν λόγους. Αρχικά για το «Malice at the Palace» κυρίως όμως γιατί σημάδεψε το τέλος της σκληράδας του franchise. Ή όπως λένε πολλοί στις ΗΠΑ, «Η μέρα που το άθλημα σταμάτησε να είναι τόσο αντρικό».