Κέικ και καφές

Το νέο διήγημα του Ratpack για εκείνες τις φίλιες που έρχονται από το πουθενά.

Είναι γύρω στα 65. Ή μήπως περισσότερο; Κάθε φορά που τον βλέπω προσπαθώ να δω στοιχεία στο πρόσωπο του που θα με βοηθήσουν να καταλήξω, αλλά ο χρόνος που περνάω μαζί του είναι μερικά δευτερόλεπτα. Είναι ο άνθρωπος που μου φέρνει τον καφέ. Χρήσιμος άνθρωπος. Ο πρώτος με τον οποίο ανταλλάζω κουβέντες εν καιρώ καραντίνας πριν μιλήσω στο τηλέφωνο με οποιονδήποτε άλλον. Έχεις ακούσει για την αύρα των ανθρώπων; Αυτή που σε τυλίγει σαν ζεστή, σαν θαλπωρή και εκείνη που σε απωθεί σαν τσουχτερό κρύο; Ευτυχώς εκείνος ανήκει στην πρώτη. Γιατί υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι. Που δεν τους γνωρίζεις, που τους συναντάς για λίγο ή απλά ανταλλάζετε ματιές, αλλά αισθάνεσαι όμορφα μόνο και μόνο αν ανταλλάξεις καμιά καλημέρα.

 

«Έχει κρύο σήμερα ε;»

Είναι συνήθως η κουβέντα που ξεστομίζει. Για τον καιρό. Για το αν έχει κίνηση στο δρόμο. Για το αν προσέχει ο κόσμος. Προσπαθείς να δεις πίσω από τα μάτια γιατί η μάσκα δεν βοηθάει. Κάποια στιγμή, μετά από πολλές γνωριμίες στην εξώπορτα, αποφασίζει να την βγάλει για να χαιρετήσει. Την κατεβάζει χαμογελάει και λέει ένα «καλημέρα Κωστή». Όταν μένεις μόνος την έχεις ανάγκη την καλημέρα. Όχι μόνο να την ακούσεις αλλά να βρεις ένα πρόσωπο που να την εννοεί. Αυτό είναι το δύσκολο. Μαθαίνω το όνομά του. Τον λένε Άρη και απέχει μία χρονιά από τα 70. Έχει ένα γιο που δουλεύει στον Καναδά και έναν εγγονό που τον βλέπει τα καλοκαίρια. Φέτος δεν τον είδε. Δεθήκαμε νομίζω. Αυτές οι κουβέντες στην πόρτα έγιναν λίγο πιο ουσιαστικές, πιο ανθρώπινες. Αληθινές.

 

 

Ένα απόγευμα χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Τον είδα και κατέβηκα κάτω από περιέργεια. Κρατούσε μια σακούλα με κάτι γλυκά. «Περίσσεψαν και συνήθως τα παίρνω σπίτι, αλλά πρέπει να προσέχω και το ζάχαρο» λέει χαμογελώντας. Ενώνουμε γροθιές και του λέω ευχαριστώ. Αυτές άλλωστε οι στιγμές είναι και εκείνες που δείχνουν το μεγαλείο που μπορούν να δείξουν οι άνθρωποι. Της προσφοράς. Τον έχω συμπαθήσει γιατί έχει ένα κοντοκουρεμμένο λευκό μούσι και ροδαλά μάγουλα. Μου θύμισε τον πατέρα μου όσο ζούσε, πριν αρρωστήσει που είχε αφήσει για μερικά χρόνια ένα ίδιο μούσι. Μετά από δύο απογεύματα έχει έρθει ξανά. Βρισκόμασταν ακόμη στην πρώτη καραντίνα και ήταν και για τους δύο μας κάτι πρωτόγνωρο. Εγώ σε δουλειά από το σπίτι και εκείνος πάνω στο μηχανάκι.

«Για μένα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ο κόσμος είναι το ίδιο. Και καλύτερος. Αφήνει τώρα περισσότερα τιπς. Ίσως σκέφτονται πως αν βρισκόντουσαν στη θέση μου, θα τα είχαν ανάγκη. Να, κάτι τέτοια είναι που με γεμίζουν ελπίδα για τον κόσμο». Πάντα έδειχνα σεβασμό για τον κόσμο που κάνει αυτή τη δουλειά. Είναι στο δρόμο άνευ συνθηκών. Με κρύο και με ζέστη, με καταιγίδες και καύσωνες. Το να σκέφτεσαι έναν 70χρονο πάνω στο μηχανάκι είναι άδικο, αλλά εκείνος δεν αισθάνεται καθόλου άσχημα με αυτό. «Δεν είναι μόνο τα λεφτά. Το συμπλήρωμα που λέμε. Μου δίνει ένα στόχο. Είναι μία ρουτίνα που χρειάζομαι σε αυτή την ηλικία. Ακόμη και το διάβασμα δεν με γεμίζει πια. Προτιμώ να κάνω δικά μου πράγματα παρά να διαβάζω ιστορίες άλλων. Το έχω περισσότερο ανάγκη νομίζω γιατί δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμη έχω μπροστά μου».

Τώρα που η καραντίνα έχει ξεκινήσει πάλι, έρχεται πιο κουρασμένος αλλά χαμογελαστός. Φοβάται μην πάθει κάτι και δεν προλάβει να δει τον εγγονό του και το παιδί του. Ο κορωνοϊός δεν τον τρομάζει. «Εμείς σε αυτή την ηλικία δεν έχουμε να χάσουμε κάτι πέρα από την ζωή μας. Αν το κολλήσω, θα μείνω στο κρεβάτι μέχρι να πεθάνω. Και τέλος. Εσείς όμως πρέπει να βρείτε μία διέξοδο από όλο αυτό γιατί έχετε μία ζωή μπροστά σας». Προχτές ήρθε το απόγευμα για καφέ. Τον κάλεσα πάνω αλλά φοβόταν. «Άστο γιατί βλέπω πόσο κόσμο. Μην σου φέρω συμφορές. Φτιάξε έναν ελληνικό και έλα εδώ κάτω στον κήπο». Βγάζω δύο καρέκλες και κοιτάζουμε τον δρόμο. Πολλές φορές δεν μιλάμε. Νομίζω πλέον πως ο καθένας έχει ανάγκη την παρέα για τους δικούς του λόγους. Εμένα μου λείπει ο πατέρας μου. Εκείνος έχει επιθυμήσει να δει τον γιο του. Κάποιες φορές ωστόσο δεν χρειάζεται να βρεις λόγια για να γεμίσεις την σιωπή. Είναι καλύτερα έτσι. Και το καταλαβαίνει και εκείνος.

Μία τέτοια δουλειά έχει ιστορίες. Κάποιες είναι αστείες. Μου έλεγε για έναν Κύπριο που παράγγειλε καφέ και πλακωνόταν με την γυναίκα του όταν εκείνος έφτασε με το μηχανάκι. «Με περίμενε κάτω στην πυλωτή και εκείνη του πέταγε πράγματα από το μπαλκόνι. Του πέταξε πιάτα, του πέταξε βάζο. Παραλίγο να πετύχει κι εμένα. Του είπα καλή επιτυχία και έφυγα». Εγώ δεν έχω ιστορίες, αλλά μου αρέσει να τον ακούω. Γενικά, όταν μιλάω με ανθρώπους αυτής της ηλικίας προτιμώ να τους ακούω παρά να μιλάω. Ακόμη και αν πουν κάτι που δεν θα σου αρέσει ή που θα βρεις βαρετό, έχεις κάτι να μάθεις από αυτό. Σπάνιο πράγμα.

Περνάει η ώρα και σουρουπώνει. Δεν λέει κάτι όσο κοιτάζει το δρόμο. Ίσως σκέφτεται πόσο θα κρατήσει όλο αυτό. Ίσως να σκέφτεται τον εγγονό του. Πολύ πιθανό να μην σκέφτεται και τίποτα και να απολαμβάνει την στιγμή. Απλά γυρίζει με χαμόγελο και ρωτάει πριν φύγει.

«Θέλεις κέικ αύριο με τον καφέ σου;»



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved