Στην καθιερωμένη μας εβδομαδιαία συνάντηση, όταν η συζήτηση έφτασε στα της Πρωταπριλιάς, άρχισαν να πέφτουν στο τραπέζι διάφορες κλισέ σκέψεις που ανταποκρίνονταν ωστόσο στον κλισέ χαρακτήρα της ημέρας. «Αν μας βγει κάτι αστείο να κάνουμε κάνα πρωταπριλιάτικο θέμα». Λογικό. Η 1η Απριλίου έχει ταυτιστεί με την ατάκα που θα πετάξουμε για να «ψαρώσουμε» φίλους και συγγενείς, με τη φάρσα που θα στήσουμε στην κοπέλα όταν γυρίσουμε στο σπίτι ή στον συνάδελφο με το που θα μπούμε στο γραφείο. Έτσι έχουμε μάθει την συγκεκριμένη πρωτομηνιά, τη στιγμή που η ίδια η ιστορική πραγματικότητα μας έχει δώσει την αφορμή να γιορτάζουμε την ημέρα αλλιώς.
Η γκρινιάρικη εισαγωγή φτάνει στο τέλος της και κάπου εδώ ξεκινάω την αναφορά στην επέτειο που κανονικά θα έπρεπε σήμερα να μας τσιγκλάει την ιστορική μνήμη, αυτήν της έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες με σκοπό την Ένωση με την Ελλάδα. Ένας αγώνας που ξέσπασε στην Κύπρο μια μέρα σαν σήμερα το μακρινό 1955 και είχε ως βασικό του εκφραστή την ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών).
Κανένα ψέμα
Ο ένοπλος αγώνας, ο οποίος κράτησε 4 περίπου χρόνια -στο μεσοδιάστημα υπήρξε μια μικρή περίοδος ανακωχής- δεν ήταν μια απονενοημένη ενέργεια κάποιων φανατικών, αλλά το απότοκο της δεδηλωμένης με δημοψήφισμα επιθυμίας των ελληνοκυπρίων (στις αρχές του '50 αποτελούσαν το 82% του συνολικού πληθυσμού στη Μεγαλόνησο να υπενθυμίσουμε) που συντριπτικά είχαν ψηφίσει υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Αυτό προϋπέθετε βέβαια την παύση της από το 1878 στρατηγικής παρουσίας των Άγγλων στο νησί, σε μια περίοδο που η αποικιοκρατική μανία των τελευταίων δεν διένυε και τις καλύτερές της ημέρες.
Λίγοι και τρελοί αναλαμβάνουν πάντα να φέρουν εις πέρας τέτοια αιτήματα και οι στρατολογημένοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ υπό την ηγεσία του Γεώργιου Γρίβα, αν και ολιγάριθμοι, ανέλαβαν με πράξεις δολιοφθοράς και αποτελεσματικές μεθόδους ανταρτοπόλεμου να δημιουργήσουν την 1η Απριλίου 1955 το θόρυβο εκείνο που θα ξυπνούσε από τον ηθελημένο της λήθαργο τη διεθνή κοινότητα. Και κυρίως τους λεγόμενους Σύμμαχους, στο πλευρό των οποίων λίγα χρόνια πριν είχαν συμπαραταχθεί 30.000 Κύπριοι. Τι εισέπραξαν; Άρνηση, βία και καταστολή σε ένα αίτημα δίκαιο που πλήθος άλλων αποικιών εκείνη την περίοδο κατάφεραν να πραγματώσουν.
Ο λόγος που γράφω αυτό το κείμενο δεν είναι για να εμβαθύνω στις πάμπολλες παραμέτρους που προηγήθηκαν του αγώνα της ΕΟΚΑ, ούτε για να ρίξω φως στις συνέπειες της δράσης του. Δεν είμαι ιστορικός και σίγουρα θα ήταν ερασιτεχνική μια τέτοια προσπάθεια. Πόσο μάλλον για ένα ζήτημα που έχει προεκτάσεις οι οποίες παραμένουν θολές ακόμη και από τους ειδικούς του σήμερα.«Ο αντικουμμουνιστής Διγενής» και «το προδοτικό ΚΚΕ που αποκάλυψε στους Άγγλους την ταυτότητά του κατά τη διάρκεια του αγώνα», ο ίδιος ο αγώνας που «έβαλε στο παιχνίδι της Κύπρου τους Τούρκους», «η συμπαράταξη ή μη των ελλαδικών κυβερνήσεων», «ο ρόλος του Μακάριου, του πολιτικού ηγέτη δηλαδή της ΕΟΚΑ», «οι ερασιτεχνικές κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας». Όχι, τίποτα από αυτά δεν με απασχολεί. Δεν με απασχολεί οτιδήποτε αντλεί την ουσία της κριτικής του διάθεσης πάνω στο ψυχοφθόρο πολιτικό δίπολο Αριστεράς-Δεξιάς που μας έχει απονευρώσει δεκαετίες τώρα. Οι μεν για τους δε, σε ένα ατέρμονο παιχνίδι κόντρας για το ποιος την είχε πιο μεγάλη τη συμμετοχή στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας.
Το μόνο που με απασχολεί όταν στο μυαλό μου επανέρχεται ο αγώνας της ΕΟΚΑ είναι εκείνα, τα στριμωγμένα σε μερικά τετραγωνικά, μνήματα στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας.
Δεκατρείς τον αριθμό, εννιά από τους οποίους «φιλοξενούν» τα κορμιά παλικαριών ηλικίας από 19 έως 24 ετών,συμπατριωτών μου που μου θυμίζουν συχνά-πυκνά το πόσο λίγος μπορεί να νιώσει αυτός που ζει σε μια εποχή όπου θεωρητικά (και δυνητικά) τα έχει όλα. Δεν είναι κακό να στρέφεις που και που τις θύμησες στον Καραολή, τον Δημητρίου, τον Ζάκο, ούτε και σε αυτό το ίδιο το πρωτοπαλίκαρο τον Αυξεντίου, σε εκείνους που η πίστη σε κάτι που θεωρούσαν ζήτημα ζωής και θανάτου (η λευτεριά της Κύπρου εν προκειμένω) τους συντρόφευσε μέχρι την τελευταία τους ανάσα. Χωρίς λιποψυχίες και δικαιολογίες, ριγμένοι στο σκοπό μέχρι το τέλος, να σου θυμίζουν πως τα μικρά που έχουν κάνει τη σύγχρονη ζωή αβίωτη, τα μικρά μέσα στα οποία νιώθουμε να πνιγόμαστε, δεν είναι καν τελείες στο βιβλίο της ιστορίας μέσα στο οποίο εκείνοι αποτελούν ολόκληρα κεφάλαια.
Η δική μου πρωταπριλιά
Έχει χαραγμένα τα λόγια του 18χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ο οποίος πρωτοστάτησε στο μαθητικό κίνημα, εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ, συνελήφθη και λίγο προτού απαγχονισθεί από τις... φίλιες βρετανικές δυνάμεις στις 14/03/1957, ξεστόμισε λακωνικά μέσα στο δικαστήριο: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»
Χαραγμένα έχω και τα λόγια που εκείνος χάραξε σε δυο κομμάτια χαρτί λίγο πριν συναντήσει τον άγγλο δήμιο. Η πρώτη παράγραφος προς τους συμμαθητές του, η δεύτερη προς την οικογένειά του.
Παλιοί συμμαθηταί, αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ. Γειά σας παλιοί συμμαθηται. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα με βρει εκεί.
Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να 'ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.