Να πούμε αλήθειες; Όλοι μας ή σχεδόν όλοι μας έχουμε πέσει θύματα bullying ή έχουμε κάνει bullying όταν ήμασταν μικροί, σε μια εποχή ωστόσο που δεν υπήρχε η λέξη «bullying» για να προσδιορίζει πράξεις και συμπεριφορές. Στο σχολείο. Στο φροντιστήριο. Στον στρατό. Στο Πανεπιστήμιο. Στην ομάδα μπάσκετ. Στην κατασκήνωση. Στις διακοπές.
Ο «διαφορετικός», πάντα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά. Αυτός με τα πεταχτά αυτιά, τη μεγάλη μύτη ή αυτός που φόραγε γυαλιά και ήταν ο «Τζαμαρίας». Ο πολύ κοντός ή ο παχουλός. Αυτός που είχε πιο τσιριχτή φωνή ή πιο περίεργη ομιλία. Ο πιο φτωχός που φόραγε συνέχεια τα ίδια παπούτσια ή τα ίδια ρούχα. Ο πιο «μαμάκιας» ή ο πιο ευαίσθητος, που έβαζε τα κλάματα πιο εύκολα. Αυτός που δεν έπαιζε ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, αλλά προτιμούσε ένα άλλο άθλημα, «λιγότερο αντρουά».
Ας μην γελιόμαστε, ας μην κάνουμε τις «αθώες περιστερές» κι ας σταματήσουμε να «πέφτουμε από τα σύννεφα», διότι δεν έμεινε σύννεφο διαθέσιμο να πέσουμε: το κάναμε ή το υποστήκαμε, μια «αγέλη» κάποτε «επιτέθηκε» σε αυτόν που ήταν μόνος του, από παιδιά ακόμα που είναι τα πιο σκληρά πράγματα στον κόσμο και δεν έχουν τακτ, λεπτότητα ή συναίσθηση του πόσο μπορεί να πληγώνεται κάποιος απ’ αυτά που του κάνουν.
Όλοι το κάναμε ή όλοι το πάθαμε κάποτε.
Αλλά εμείς οι μεγαλύτεροι, μεγαλώσαμε σε μια εποχή χωρίς ίντερνετ και social media, χωρίς κινητά τηλέφωνα με δυνατότητα λήψης φωτογραφιών και βίντεο. Το βάσανο του παιδιού που το πείραζαν τελείωνε όταν πήγαινε σπίτι – δεν συνεχιζόταν με μηνύματα στο μέσεντζερ ή με μια φωτογραφία που ανέβαινε στο facebook. Και κάπως έτσι οπλιζόταν με υπομονή να αντιμετωπίσει τους νταήδες την επόμενη μέρα, με την ελπίδα ότι θα βαρεθούν ή θα βρουν κάποιο άλλο «θύμα» να ασχοληθούν.
Το «bullying», ως προσδιορισμός του προβλήματος, είναι «φρούτο» των τελευταίων ετών. Ένα «φρούτο» όμως επικίνδυνο, δηλητηριώδες και τοξικό. Που καταστρέφει ψυχές και θολώνει μυαλά. Που οδηγεί έφηβους στην κατάθλιψη και την απελπισία – ακόμα και στην αυτοκτονία, όπως συνέβη στην τραγική κατάληξη του παιδιού από την Αργυρούπολη.
Σαν πατέρας, δεν μπορώ καν να φανταστώ το δράμα των γονιών του, η σκέψη μου και η συμπόνοια μου είναι μαζί τους. Σαν πατέρας ενός αγοριού 12 ετών, που μπαίνει σιγά – σιγά στην εφηβεία, τρέμω στη σκέψη του τι μπορεί να αντιμετωπίσει σε λίγες εβδομάδες που θα μπει στο Γυμνάσιο ως «πρωτάκι» και πώς μπορώ να τον βοηθήσω, να τον προστατεύσω, να είμαι δίπλα του.
Αλλά σαν άνθρωπος που ζω μέσα στη ζούγκλα που λέγεται «κοινωνία», μπορώ – δυστυχώς – να καταλάβω και να εντοπίσω το πρόβλημα, την πηγή του κακού: είναι ο πατέρας (διότι σχεδόν πάντα ευθύνεται ο πατέρας), που θέλει «να κάνει το παιδί του, άντρα». Που τον γράφει σε κάποια πολεμική τέχνη και τον ενθαρρύνει να την εξασκεί ακόμα και στα διαλείμματα του σχολείου. Που τον παίρνει στο γήπεδο, ακόμα και με το ζόρι, για να «καμαρώνει» τον μπαμπά του να βρίζει και να φωνάζει και στη συνέχεια να «καμαρώνει» ο μπαμπάς το γιο να κάνει τα ίδια. Που πλακώνεται στο δρόμο, με το παιδί του στο πίσω κάθισμα, για μια θέση πάρκινγκ, ή τσακώνεται με τον προπονητή της ομάδας διότι δεν βάζει τον κανακάρη του να παίζει περισσότερο και στη συνέχεια παίζει μπουνιές με άλλους πατεράδες, σε αγώνες σχολικού πρωταθλήματος.
Αυτόν που φοβάται «μην του βγει το παιδί κουνιστός» και το αναγκάζει να ακολουθεί όλα τα «μάτσο» πρότυπα, όπως τουλάχιστον τα έχει στο κεφάλι του από τις ταινίες που βλέπει στην τηλεόραση.
Όση κινητοποίηση κι αν υπάρξει, όσοι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί κι αν επισκεφθούν τα σχολεία, όσα σεμινάρια και ημερίδες κι αν γίνουν, όση προσπάθεια κι αν υπάρξει για «ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης», τη μάστιγα του γονιού – νταή, τον πατέρα που πλακώνει τη γυναίκα και τα παιδιά του στο ξύλο αλλά εκτός σπιτιού παριστάνουν την τέλεια οικογένεια, δεν γίνεται να την θεραπεύσεις: είναι σαν καρκίνος που καταστρέφει κάθε υγιές κύτταρο που βρίσκεται κοντά του.
Ως κοινωνία πρέπει να «αυτοκτονήσουμε»
Κι όσο σαν κοινωνία, προτιμάμε να βάζουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί, να κοιτάμε από την άλλη, να κουκουλώνουμε υποθέσεις βάζοντας έναν βουλευτή ή έναν διοικητή Αστυνομίας να κάνει δυο τηλέφωνα, να απειλούμε ή να δωροδοκούμε για να εξασφαλίσουμε τη σιωπή, να εκβιάζουμε ή να φοβερίζουμε για να μη βγουν πράγματα προς τα έξω, όσο λέμε «πού να μπλέκω τώρα…» και «γιατί να ασχοληθώ;», θα μαθαίνουμε μια μέρα για έναν έφηβο που έδωσε τέλος στη ζωή του, ή για το Βαγγέλη Γιακουμάκη που βρέθηκε νεκρός υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, με ένα σωρό μαρτυρίες (ακόμα και βίντεο) να αποκαλύπτουν σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, αλλά για λόγους που δεν γνωρίζουμε η υπόθεση να έχει μπει στο συρτάρι – και μάλιστα πολύ βαθιά…
Αν δεν μπορούμε ως κοινωνία, ως άνθρωποι που ζούμε στο 2018 κι όχι στο 1918, να δεχθούμε το διαφορετικό, είτε αυτό είναι η σεξουαλική ταυτότητα, είτε η εμφάνιση, είτε η συμπεριφορά, το ντύσιμο, η ομιλία ή η ανατομία, αν δεν μπορούμε να «εκπαιδεύσουμε» τα παιδιά μας να φέρονται με αξιοπρέπεια και σεβασμό σε όλους, αν δεν μπορούμε ως γονείς να δίνουμε πρώτοι το σωστό παράδειγμα και να επεμβαίνουμε άμεσα και δραστικά όταν βλέπουμε συμπεριφορές που μπορούν να τραυματίσουν ανθρώπινες ψυχές, τότε ως κοινωνία εμείς πρέπει να «αυτοκτονήσουμε», όχι τα τραυματισμένα και ευάλωτα παιδιά.
Διότι εμείς φταίμε για όλα, πρώτα και πάνω απ’ όλους.
Εμείς έχουμε αποτύχει και η δική μας αποτυχία θα στιγματίσει και τις επόμενες γενιές. Είμαστε όχι απλώς ακατάλληλοι, αλλά επικίνδυνοι και θα κληροδοτήσουμε ό,τι χειρότερο υπάρχει στα παιδιά μας, για να συνεχίσουν αυτό που ξεκινήσαμε ή αυτό που δεν φροντίσαμε να τελειώσουμε όταν έπρεπε…