Λένε ότι αν δεν έχεις ζήσεις επαρχία, δεν ξέρει τι πάει να πει ζωή. Και ίσως να έχουν δίκιο. Γιατί μπορεί να διαθέτει ποιότητα ζωής η επαρχία, να αποτελεί το όνειρο πολλών από εμάς που τρώμε το μπετό και την ψυχοφθόρα καθημερινότητα της πόλης, αλλά καλή και άγια δεν είναι. Είναι πολλές φορές σκληρή, αδίστακτη και άγρια. Και αν θες μία μόνο απόδειξη, δεν έχεις παρά να θυμηθείς την περίπτωση του μικρού Άλεξ που εξαφανίστηκε σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια.
Συγγνώμη, αλλά δεν βρίσκω τίποτα καλό και άγιο σε όλα αυτά τα στόματα που έμειναν ερμητικά κλειστά. Δεν βρίσκω τίποτα καλό και άγιο, σε όλους αυτούς τους ψιθύρους που συντροφεύουν ακόμα και σήμερα την υπόθεση και τελικά δεν έγιναν πιο δυνατοί. Δεν βρίσκω τίποτα καλό και άγιο σε αυτούς τους αόρατους δεσμούς που άλλοτε στηρίζονται στη συγγένεια, άλλοτε στη συνενοχή και άλλοτε στο «κοίτα τη δουλίτσα και μην ασχολείσαι γιατί θα μπλέξεις» και οι οποίοι υπαγορεύουν τη στάση και τη συμπεριφορά ανθρώπων. Δεν βρίσκω τίποτα καλό και άγιο σε όλα αυτά τα μοχθηρά βλέμματα που καίγονται από φθόνο όταν βλέπουν κάποιον αδύναμο, κάποιον διαφορετικό, κάποιον που ξεχωρίζει. Δεν βρίσκω τίποτα καλό και άγιο όταν είσαι αποφασισμένος και συνειδητοποιημένος να υποβάλεις ένα γονιό, όπως τη μητέρα του Άλεξ, σε ένα ψυχικό μαρτύριο που δύσκολα μπορεί να το χωρέσει ο νους του ανθρώπου.
Η επαρχία μπορεί να σε αγκαλιάσει, αλλά με την ίδια ευκολία μπορεί να σου κάνει το βίο αβίωτο, χωρίς καν να χρειαστεί να κάνει ή να πει κάτι. Αρκεί αυτό βλέμμα της απαξίωσης και της απόρριψης. Αρκεί αυτό το σούσουρο πίσω από την πλάτη σου, τόσο μικρό σε ένταση ήχου, αλλά τόσο δυνατό σε ένταση σκατοψυχιάς που σε παίρνει και σηκώνει.
Προσωπικά δεν δίνω δεκάρα ποιοι έπρεπε να προστατευτούν από την όλη ιστορία, πόσο ψηλά έφτανε και ποιες ήταν οι πραγματικές της προεκτάσεις. Η υπόθεσή του Άλεξ, όταν αποκαλύφθηκε και κυρίως όταν εξελισσόταν με τον τρόπο που εξελισσόταν ήταν η αποκάλυψη μιας σκοτεινής και αποκρουστικής εικόνας: την αγριότητα της κοινωνίας μας.
Πολύ πριν μπούμε στο ανθρωποφαγικό mode των χρόνων της ύφεσης, των «ψόφων» και της απαξίωσης, είχαμε την ευκαιρία να δούμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη. Και αντί να τον δούμε και να τρομάξουμε κάναμε ότι δεν τρέχει τίποτα και γυρίσαμε το πρόσωπο από την άλλη πλευρά.
Μία όψη που ήρθε ξανά πριν λίγα χρόνια στο προσκήνιο με την υπόθεση του Γιακουμάκη και την για μία ακόμα φορά αγριότητα της... καλής και άγιας επαρχίας.