Θα σας πω μια σύντομη ιστορία όπως μου την περιέγραψε ο παθών φίλος μου. Το θύμα. Το κορόιδο. «Θα βγω με μια τύπισσα το βράδυ» μου λέει. Έλα ρε του λέω, καλή; «Δεν ξέρω», λέει, «από το facebook τη γνώρισα». Πρώτο λάθος και καλά να πάθεις.
Έρχεται το βράδυ, δεν ξανασχολήθηκα εγώ, δεν τον πήρα τηλέφωνο, λέω άστον καλά θα τα πηγαίνει. Κάποια στιγμή, μου έρχεται ένα μήνυμα στο fb: «Έχει γκόμενο». Και πριν προλάβω να απαντήσω συνεχίζει με μία φράση που θα παραφράσω για ευνόητους λόγους: «Μία πρόταση. Πάρταφρύδιαμου». Από εκείνη τη στιγμή, ο φίλος μου από Γιώργος στιγματίστηκε μια για πάντα ως ο Γιώργος ο Πάρταφρύδιαμου.
Σε έναν καφέ που πίναμε πρόσφατα (ελληνικό, της παρηγοριάς), είπαμε να αναλύσουμε λίγο το θέμα. Γιατί, όταν μου είπε τι έπαθε, άρχισαν να με χτυπάνε κάτι πολλαπλά déjà vu στο κεφάλι από ανάλογα περιστατικά και δικά μου και φίλων μου. Δεν θα σας πω τα δικά μου γιατί ντρέπομαι. Θα σας πω των φίλων μου και θα κρατήσω την ανωνυμία τους γιατί αυτοί κι αν ντρέπονται.
Ιστορία Νο1:
Ο άλλος που λέτε, βγήκε με μία κοπέλα. Πήγαινε πολύ καλά το ραντεβού, πίνανε τα ποτάκια τους, κάνανε χαβαλέ κι ο τύπος είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει εικόνες στο μυαλό του. Ώσπου ξαφνικά, εκεί που μιλούσαν για τη στιγμή που έρχεται στη ζωή όλων μας να κάνουμε το βήμα και να μείνουμε μόνοι μας, αυτή ξεστομίζει: «Εγώ που συγκατοικώ με το boyfriend πάντως πάμε μια χαρά». Σας το περιγράφω όπως ακρι΄βως μου τα ‘πε: Χλώμιασε, ένιωσε ότι όλο το μαγαζί τον κοιτάζει κι άρχισε να νιώθει έναν πόνο κάτω δεξιά, στην τσέπη του. Προσποιήθηκε ότι δεν έγινε και τίποτα, προσπάθησε να μείνει ίδιος, αλλά πού; Έγινε βαρετός, ήπιαν τις τελευταίες γουλιές και την κάνανε σιγά-σιγά. Μετά από πέντε λεπτά, που σε εκείνον έμοιαζαν αιώνας.
Ιστορία Νο2:
Ένας άλλος φίλος μου άλλο κορόιδο από ‘κει είναι με μια παρέα ένα βράδυ. Και ξαφνικά λένε όλοι «πάμε να φάμε;». Συμφωνούν, όλοι, λοιπόν να πάνε να φάνε. «Καθίστε ρε, δεν έχω πιει το ποτό μου», λέει αυτός. Κι εκεί πετάγεται μία κοπέλα με την οποία είχαν ήδη πιάσει κουβέντα και του λέει «δεν πειράζει, μην αγχώνεσαι, πιες το ποτό σου με την ηρεμία σου, θα σου κάνω εγώ παρέα». Γέλασε μέχρι τα αυτιά και έμεινε εκεί με την τύπισσα να πιει το ποτό του. Οι άλλοι πήγαν να μασαμπουκώσουν.
Έμειναν για ώρα, σε σημείο που η υπόλοιπη παρέα είχε φάει, είχε χωνέψει, είχε ρευτεί και είχε αρχίσει να κουτσομπολεύει για το τι μπορεί να κάνουν οι δυο τους. Λέγανε ότι έχουν ήδη αρχίσει το φάσωμα (που λέγαμε και στο δημοτικό), ότι έχουν φύγει από το μαγαζί, έχουν πάει στο αμάξι ή στο σπίτι κλπ. Την ίδια ώρα, στο άλλο συννεφάκι, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, έβλεπε να εκτυλίσσεται μπροστά του η πουστιά της μοίρας. Η κοπελιά, άρχισε να του μιλάει για τη σχέση της και για το πώς τα πάει με το αγόρι της. Όταν συνάντησε τους φίλους του, με μία μόνο γκριμάτσα απάντησε στα γεμάτα δίψα και απορία βλέμματά τους.
Τέτοια χαστούκια έχουμε φάει όλοι. Κι εγώ κι εσύ κι οι φίλοι μου κι οι φίλοι σου. Δηλαδή θες να μου πεις ότι δεν έχεις πάει να την πέσεις σε κάποια, να μιλάτε ώρες κι όταν πας να το προχωρήσεις λίγο, τσουπ, να εμφανίζεται ο δικός της. Όχι εκεί, μπροστά σας. Στην κουβέντα. Γιατί αν εμφανιζόταν μπροστά σας θα είχε πραγματικά πλάκα. Ενώ στο μπλα-μπλα, δεν έχει καθόλου.
Εν κατακλείδι: Το αγόρι σου το ξέρει ότι καυλαντίζεις μαζί μου; Δηλαδή αν εκεί που μιλάμε στο μπαρ, στην καφετέρια, έρθεi και μας δει να τα λέμε παρεάκι, πώς θα με συστήσεις; Δεν είμαι φίλος σου, είμαι κάποιος που μόλις γνώρισες. Τι θα του πεις του δόλιου; Ρητορικά τα ερωτήματα. Νέτα-σκέτα: στο εξής πρώτα θα λέτε ότι έχετε σχέση και μετά θα μας συστήνεστε. Οι καλοί λογαριασμοί, άλλωστε, κάνουν τους καλούς φίλους (αν και συνήθως δεν ψάχνουμε για τέτοιους όταν ερχόμαστε να σας μιλήσουμε).