Στη χώρα που συνήθως χάνονται τα αυγά και τα πασχάλια, η κατηγορία των οπαδών έχει δαιμονοποιηθεί όσο λίγες, δίνοντας πολλές φορές και η ίδια το δικαιώμα για την στοχοποίησή της. Είτε κάτω από το έμβλημα ενός οπαδικού συνδέσμου, είτε ως αυτόνομες ομάδες ατόμων που υπερασπίζονται εντός κι εκτός πετάλου την «ανωτερότητα» του συλλόγου τους έναντι των «απέναντι», οι Έλληνες οπαδοί, ταϊσμένοι από την ανεπάρκεια μιας πολιτείας που ελάχιστα έχει κάνει για να τους κόψει το βήχα, αποτελούν πλέον μια δαχτυλοδειχτούμενη κάστα.
Οι συλλογικές τους ταυτίσεις και η υπαγωγή τους κάτω από μια κοινή αφήγηση, ωστόσο, δεν είναι κάτι που προκαλεί αναγούλα σε όλους ανεξαιρέτως.
Ο συγγραφέας και επί 20ετία αθλητικογράφος George Dohrmann, για παράδειγμα, σταχυολογεί σε ένα βίντεο μερικών λεπτών όλα εκείνα τα στοιχεία στην ψυχολογία ενός οπαδού που τον ωθούν να αναζητήσει την ένταξή του σε ένα υποσύνολο -και πολλές φορές να αναδείξει τη διαφορετικότητά του μέσα σε αυτό.
Η ιστορία δε του Jim Serill, ενός εμβληματικού οπαδού των Portland Timbers του οποίου η εκκεντρική παρουσία δεν έπαψε ούτε όταν δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα που θα μπορούσε να δεχτεί ένας πατέρας, αποδεικνύει ότι η συμμετοχή στο οπαδικό κίνημα εμπεριέχει ένα πάρε-δώσε που μόνο αν είσαι μέτοχός του μπορείς να αντιληφθείς την σημαντικότητά του.
Αφιερώστε, για μια ευρύτερη εικόνα, μερικά λεπτά από το χρόνο σας στο βίντεο του The New Yorker.