Μπαίνεις στην Εθνική προς Καλαμάτα κι έχεις το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο κάπου ανάμεσα στον λεβιέ και το κινητό σου. Δεν πρέπει. Όχι μόνο γιατί είναι επικίνδυνο αλλά γιατί μόλις έχεις ξεκινήσει τις διακοπές σου. Κι εσύ, τελικά, πασχίζεις (όχι πολύ επιτυχημένα) να κόψεις (προσωρινά) τους δεσμούς σου με την καθημερινότητα.
Ξεκινάς την ανάβαση προς Καρδαμύλη και νιώθεις ακόμα έναν κόμπο στο λαιμό φτιαγμένο από άγχος και σκοτούρες. Όταν πια είσαι στην κορφή και αντικρίζεις τη Μεσσηνιακή Μάνη να απλώνεται από κάτω με τους πύργους της, τα γαλάζια νερά, τα μεσογειακά δέντρα και τον πεντακάθαρο αέρα ξεχνάς για λίγο τα πάντα. Η φετινή σου μεγάλη απόδραση μόλις έχει ξεκινήσει.
Στην Καρδαμύλη θα περπατήσεις σε χώματα γνωστά από την εποχή του Ομήρου. Σε πλακόστρωτα που ορθώνονται δίπλα τους σπίτια φτιαγμένα εξολοκλήρου από πέτρα. Παλιά αρχοντικά που κάποια κρατάνε από τον Μεσαίωνα, με ιστορίες να πουν για πρόσφυγες από τον Μυστρά, για άρχοντες και πειρατές, για ανθρώπους που δεν έσκυβαν εύκολα το κεφάλι τους ποτέ.
Θα μιλήσεις με ντόμπρους και γελαστούς ντόπιους, έτοιμους να σε εξυπηρετήσουν και να σου πουλήσουν τα νόστιμα προϊόντα που βγάζει η τίμια γη τους. Θα κάτσεις για ολόφρεσκο ψάρι στον «Χαρίλαο» να χαζεύεις τη θάλασσα ενώ κάποιος πιτσιρικάς για άγνωστο λόγο έχει αποφασίσει να παίξει σαξόφωνο πάνω στα βράχια. Στους «Διόσκουρους» θα αντικρίσεις ένα ηλιοβασίλεμα βγαλμένο από καρτ ποστάλ, ενώ πίνεις χύμα κρασί εξαιρετικό και τρως μανιάτικους μεζέδες· ταλαγάνι, σύγκλινο, αρνάκι από το χωριό και γαύρο μαρινάτο. Κι οι τζαζ ήχοι θα σε καλέσουν για ένα ποτό στην «Aquarella» για να κλείσεις το βράδυ σου σε ένα τοπίο που ησυχάζει την καρδιά.
Τα μπάνια σου θα σου επιφυλάσσουν τη μια ευχάριστη έκπληξη μετά την άλλη. Γιατί όσο κι αν σε ξενερώσουν οι εκατοντάδες ξαπλώστρες στην «Καλόγρια», εκεί όπου κάποτε έμεινε ο Καζαντζάκης με τον Ζορμπά, με το που βουτήξεις στα νερά της, τα πιο καθαρά από πισίνα, μάλλον θα ξεχάσεις την γκρίνια σου –μια για πάντα. Κι αν προτιμάς κάτι περισσότερο πρωτόγονο, κάτι μακριά από τον πολιτισμό, ο «Φονέας» είναι εκεί για σένα: μια άγρια ομορφιά κάτω από απόκρημνους βράχους, με βότσαλα και μικρές σπηλιές για να φτάσεις κολυμπώντας.
Θα κάνεις μια μικρή εκδρομή προς τη Λακωνική Μάνη μέσα από γραφικά χωριά. Θα ρίξεις μια λυτρωτική βουτιά στο Λιμένι, σε ένα από τα πιο όμορφα λιμανάκια της Ελλάδας, που είναι εκεί σα να βγήκε από το όνειρο κάποιου συγγραφέα, για να συνεχίσεις μέχρι τα Σπήλαια του Διρού. Εκεί θα σε περιμένει μια βαρκάδα στα έγκατα της γης, ανάμεσα σε σταλαγμίτες και σταλακτίτες, με οδηγούς Μανιάτες με πρόσωπα σκαμμένα σαν φιγούρες αρχαίας τραγωδίας. Σε ένα μέρος που μόνο ο Γκόλουμ του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών θα μπορούσε να αποκαλέσει σπίτι του· κι εσύ σίγουρα μπορείς να το πεις «μοναδική εμπειρία».
Θα φτάσεις μέχρι τη Βάθεια και τους εγκαταλελειμμένους πύργους της, εκεί όπου κάποτε είχε καταρτιστεί ένα φιλόδοξο τουριστικό σχέδιο του ΕΟΤ. Αλλά επειδή «τα όμορφα πράγματα, όμορφα καταρρέουν» στην Ελλάδα, τώρα δεν έχει μείνει τίποτα από αυτό. Μονάχα ο ήχος από τα τζιτζίκια και η μοναχική τηλεόραση ενός παππού να παίζει στη διαπασών κάπου στο βάθος. Σε ένα χωριό, απόκοσμα μαγευτικό, που είναι κρίμα που δε συμμετέχει στα γυρίσματα του Game of Thrones -γιατί εύκολα θα μπορούσε.
Κι όταν είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις για το μακρύ ταξίδι του γυρισμού μια έντονη μελαγχολία θα σε πιάσει. Δε θα αναρωτιέσαι όμως πια γιατί ο μεγάλος ταξιδευτής του 20ου αιώνα και ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο βρετανός Πάτρικ Λι Φέρμορ, επέλεξε την Καρδαμύλη για να περάσει τα τελευταία πολλά χρόνια της ζωής του αντί για οποιοδήποτε άλλο μέρος στη γη. Καταλαβαίνεις τον λόγο, αφού εσένα μέσα σε έξι μέρες η Δυτική Μάνη ηρέμησε την καρδιά και το μυαλό σου. Και τώρα ετοιμάζεσαι να γυρίσεις στο μεγάλο χωνευτήρι της Αθήνας, εκεί όπου όλα μπορούν να συμβούν· και, τελικά, πολλές φορές τίποτα άλλο δε συμβαίνει πέρα από την καταραμένη την καθημερινή ρουτίνα.