Καμιά φορά λένε πως τα πιο μακρινά ταξίδια γίνονται στις πιο κοντινές αποστάσεις. Ένα «ρητό» που πιστεύω πως μου ταιριάζει γάντι, μιας και «ταξίδεψα» πολύ χωρίς να το περιμένω και τις δύο φορές που βρέθηκα στην Κύθνο. Κι όχι, δεν εννοώ πως χάλασε το καράβι και έκανα δέκα αντί για δύο ώρες για να φτάσω.
Μάλλον έπαιξε ρόλο το γεγονός πως και τις δύο φορές βρισκόμουν σε ένα κομβικό σημείο της ζωής μου, μετεωριζόμουν ανάμεσα στη στεριά και τον γκρεμό στο μυαλό μου, χωρίς να είμαι πολύ σίγουρος για το πού θα καταλήξω.
Το ταξίδι φάνταζε διαφορετικό από την πρώτη στιγμή που πάτησαμε το πόδι μας στο Λαύριο· πηγαίνοντας στον πηγαιμό για τη Θερμιά –το άλλο όνομα του νησιού που το χρωστάει στις θερμές του πηγές.
Ξεκινήσαμε αξημέρωτα, με τον ήλιο να πρωτοχαράζει στο βιομηχανικό σκηνικό του λιμανιού, κάνοντας το τοπίο να θυμίζει μονοπλάνο από κάποια δραματική περιπέτεια. Και στο τέλος τη διαδρομής, το νησί μας περίμενε: αρχέγονο στα μάτια μας και λουσμένο στο ίδιο εκείνο φως.
Δεν είναι τώρα ότι είχαμε τίποτα περιπέτειες, το αντίθετο θα έλεγα, ήρεμα και γαλήνια υπήρξαν τα πράγματα στο εξοχικό ενός καρδιακού φίλου που φιλοξενηθήκαμε κοντά στην Παναγιά την Κανάλα. Όμως μέσα μου κάτι σιγόβραζε και η Κύθνος ενέτεινε την αίσθηση, σα να έριχνε κάρβουνα σε μια φωτιά.
Το άγριο κι άγονο τοπίο του που το δέρνουν οι άνεμοι, οι ατελείωτες ανηφοριές και κατηφοριές των δρόμων, εκείνες οι παραλίες που μοιάζουν ξεχασμένες από τους Θεούς και γενικά μια πρωτόγονη αίσθηση, αποκομμένη από τον αστικό κόσμο, μόλις δύο ώρες μακριά από την πρωτεύουσα, με έβαζε ακόμα πιο βαθιά στις σκέψεις μου.
Οι άνθρωποι αυθεντικοί, ευγενικοί κι ιδιόρρυθμοι, γίνονταν απότομοι –και καλά έκαναν- αν προσπαθούσες να φέρεις τους αθηναϊκούς ρυθμούς στο νησί τους. Οι (περισσότερες) ταβέρνες χωρίς ίχνος «τουριστίλας» στην εξυπηρέτηση, με φαγητό βγαλμένο από τα σπλάχνα του νησιού, δίχως φιοριτούρες και κορδελίτσες, έμοιαζαν να σε προσκαλούν σε μια κατανυκτική εμπειρία ντυμένη με όλη εκείνη τη λατρεμένη φασαρία που τόσο αγαπάμε οι Έλληνες (κι οι τουρίστες θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα μας).
Οι βόλτες στα σοκάκια, οι ευγενικοί ζαχαροπλάστες που ήθελαν να μας φιλέψουν, τα ποτά στα μπαρ που παρότι γεμάτα με κόσμο απέπνεαν μια τρομερή ηρεμία διακοπών, η Χώρα του νησιού, η Μεσαριά που μοιάζει να έχει μείνει ξεχασμένη σε πολύ παλιές δεκαετίες κι όλο το μεγαλείο της φύσης που περιέγραψα πιο πριν μου δημιουργούσαν μια περίεργη αίσθηση: ένιωθα πως ζω κάπου ανάμεσα σε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία και στα ταξίδια του Οδυσσέα όπως τα περιγράφει ο Όμηρος. Και οι ντόπιοι να μοιάζουν στο μυαλό μου σαν τον Εύμαιο τον Χοιροβοσκό· πελώριοι μες στην απλότητά τους.
Όλα αυτά ωχριούν όμως μπροστά σε αυτό που βίωσα στην ίσως ωραιότερη παραλία των Κυκλάδων. Διότι μπορεί τα Λουτρά να είναι ιδανικά για οικογενειακές καταστάσεις κi η Επισκοπή να έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά όμως, τελικά, η Κολώνα είναι εκείνη η παραλία που θα χαραχθεί για πάντα στη μνήμη σου.
Όπως χαράχθηκε και στη δικιά μου, τότε που την έζησα από κοντά για πρώτη φορά· καθώς ο Ήλιος έπεφτε κι η Σελήνη αναδυόταν πάνω από εκείνη τη στενή λουρίδα γης που χωρίζει τη θάλασσα στα δύο, νομίζω ότι είχα πραγματικά οράματα: για το πώς κάποια πράγματα στη ζωή μας, όπως οι αναμνήσεις με αυτούς που αγαπάμε, μένουν αναλλοίωτα από τον χρόνο. Ακριβώς όπως η Κύθνος δηλαδή.
ΥΓ: Ρίχνεις εδώ μια ματιά στις προτάσεις εκείνων που τα έχουν γευτεί, τα έχουν ζήσει και τα έχουν αξιολογήσει στο Trip Advisor