Ανάμεσα στους αναρίθμητους πάγκους της Βαρβακείου, εκεί που οι χασάπηδες γέμιζαν τον χώρο με τις φωνές τους και τους ήχους από τους μπαλτάδες που ανεβοκατέβαιναν σχεδόν ρυθμικά, δέσποζε και εκείνος του κυρ Βασίλη – σιχαινόταν το «κύριε Βασίλη». Πριν συνταξιοδοτηθεί, ήταν ο μοναδικός τύπος που επισκεπτόταν ο πατέρας μου για ν’ αγοράσει κρέας. «Όπως τα βιβλία θέλουν τους συγγραφείς τους, έτσι και το κρέας θέλει τον χασάπη του» μου έλεγε ο πατέρας μου από τότε που θυμάμαι και ακόμη και αν έβρισκα υπερβολική την σύγκριση, την δικαιολογούσα εξαιτίας της αγάπης που έτρεφε για αυτό.
Ο κυρ Βασίλης από την άλλη, ένας επαγγελματίας στο χώρο του, θα μπορούσε να αποτελεί μία ελληνική έκδοση του Bill ‘‘The Butcher’’ Cutting από τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Martin Scorcese. Δεν ήταν τόσο καλοντυμένος, αμφιβάλλω αν είχε σχέσεις με συμμορίες ή αν είχε σκοτώσει κάποιον που έμοιαζε στον Liam Neeson, αλλά ήξερε τα πάντα γύρω από το κρέας. Και αν τον ρωτούσες, δεν έβαζε τίποτε πάνω από το μοσχαρίσιο φιλέτο. Την μπριζόλα την παραδοσιακή της ταβέρνας. «Το κοτόπουλο είναι για τα παιδιά, το ψαρονέφρι για τις γυναίκες, τα λουκάνικά, τα παϊδάκια και τα μπιφτέκια για την παρέα. Η μπριζόλα όμως, είναι μόνο για σένα» έλεγε στον πατέρα μου ενώ χτύπαγε τα φιλέτα και περνούσε το κρέας πάντα τρεις φορές από την μηχανή του κιμά.
Μεγαλώνεις και αντιμετωπίζεις το φαγητό διαφορετικά. Δεν είναι πλέον «η αγγαρεία» που πρέπει να ολοκληρώσεις πριν επιστρέψεις στο παιχνίδι με τους φίλους. Είναι μία στιγμή απόλαυσης. Με την οικογένεια, με τους φίλους, με το κορίτσι. Για την μπριζόλα ωστόσο ισχύει ένας πολύ πιο προσωπικός κανόνας. Αν πάρουμε το ήδη γνωστό ρητό «τίποτα δεν πρέπει να μπαίνει ανάμεσα σε έναν άντρα και το φαγητό του», αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι γραμμένο για την μπριζόλα. Είναι πράγματι μία ιερή στιγμή. Ένα πιάτο που δεν το μοιράζεσαι και πόσο μάλλον αν έχεις μπει στην διαδικασία να το ετοιμάσεις εσύ ο ίδιος. Ας το κάνουμε λίγο εικόνα μαζί ναι; Το έχεις πάρει μόλις από τον χασάπη σου. Έχει αφαιρέσει τα λίπη με το μαχαίρι και σου έχει προσφέρει ένα t-bone ή porterhouse σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Το μοναδικό πράγμα που κάνεις φτάνοντας σπίτι είναι η ετοιμασία του. Θα στρώσεις ένα καλό πιάτο και θα επιλέξεις ένα καλό κοφτερό μαχαίρι – εκτός και αν είσαι διαβασμένος και έχεις σετ μαχαιριών αποκλειστικά για κρέας. Θα βάλεις την μπριζόλα σε ένα μπολ με ξίδι και νερό για να μαλακώσει το κρέας και να φύγουν οι τοξίνες και αφού στεγνώσει θα το μαρινάρεις. Απλά πράγματα. Αλάτι-πιπέρι. Τίποτε παραπάνω για να καταλαβαίνεις την γεύση του. Και μετά τηγάνι. Λίγο ελαιόλαδο και ψήσιμο περίπου 3-4 λεπτά για medium rare. Γιατί η μπριζόλα δεν είναι παπούτσι. Αν θες να καταλάβεις την γεύση του κρέατος και να είναι ζουμερό, το medium rare είναι αυτό που θες ακόμη και αν το κοροϊδεύεις.
Η ιεροτελεστία όμως έρχεται τώρα. Είστε μόνο εσύ και αυτή. Μία ερωτική σχέση πρόκειται να ξεκινήσει το οποίο έχει ως στόχο να είναι τόσο καλό, όσο και ένα καλό γαμήσι. Θα μοιραζόσουν μία γυναίκα που την ήθελες πολύ; Όχι. Το ίδιο συμβαίνει και με ένα ζουμερό φιλέτο φτιαγμένο από τα χέρια σου. Κάθε κόψιμο με το μαχαίρι και με κάθε πιρουνιά στο στόμα είναι ένας μικρός οργασμός από χημικές ενώσεις στον εγκέφαλο και τον οισοφάγο. Εκεί που η μεθυστική μυρωδιά του κρέατος βοηθά τις ενδορφίνες να απελευθερωθούν και να σε κάνουν να νιώσουν όμορφα με την επιλογή σου. Και ας είμαστε ειλικρινείς, ούτε το ποτό δεν καταφέρνει κάτι τέτοιο. Αυτό το συναίσθημα, είναι μία καταγραφή στον γενετικό κώδικα από τότε που οι πρώτοι άνθρωποι μοιράστηκαν μεταξύ τους το κρέας μετά το κυνήγι. Κανείς δεν ενόχλησε ή κοίταξε τον άλλο. Ήταν μία στιγμή αποκλειστικότητας ανάμεσα στον καθένα τους ξεχωριστά. Και την τροφή τους βέβαια. Ακόμη και τα σκυλιά, γρυλίζουν απειλητικά όταν είσαι από πάνω τους την ώρα που τρώνε. Θα τη φας λοιπόν μόνος σου. Αργά και απολαυστικά. Δεν θα σε ενοχλήσει κανένας για κανέναν απολύτως λόγο και δεν θα δεχτείς να την μοιραστείς. Δεν καταναλώνεις χαβιάρι για να το κάνεις. Η μπριζόλα πωλείται παντού. Απλά, η ουσιαστική διαφορά σου με τους υπόλοιπους, είναι ότι εσύ έκανες το βήμα να την ετοιμάσεις και να την απολαύσεις μόνος. Αυτό ισχύει ακόμη και όταν βρισκόμαστε έξω για φαγητό. Η μπριζόλα είναι ένα ξεκάθαρα ατομικό πιάτο που δεν είναι «για την μέση» και που αν την πλησιάσουν άλλα πιρούνια, είναι αφορμή για παρεξήγηση.
Σκέψου καλά αυτό το κείμενο. Δεν αγαπάς την μπριζόλα μόνο γι’ αυτό που είναι. Εκτιμάς όλη την ιεροτελεστία που ακολουθείται μέχρι να βρεθεί στο πιάτο σου. Μέχρι να γύρεις προς τα πίσω ευχαριστημένος και να αισθανθείς όπως οι ήρωες στις ιστορίες του Μπουκόφσκι μετά τα γρήγορα, άναρχα και σχεδόν αδέξια γαμήσια τους. Μόνο που εδώ είναι επιλογή. Είναι μία καλή επιλογή, που διαχωρίζει τους άντρες από τα παιδιά.
Μία επιλογή που δικαιολογεί την ατάκα του ''Bill The Butcher'', όταν γύρισε και κοίταξε αηδιασμένος τον William Tweed λέγοντας:
«Και τώρα χάσου από μπροστά μου και άφησε με να φάω με την ησυχία μου».