Πώς είναι δυνατόν να μην έχεις δει αυτή την ταινία; Κι όμως συμβαίνει κόσμος που δεν την έχει δει να έχει επηρεαστεί απ’ αυτήν.
Δεν είναι τρομερό;
Δεν έχεις δει μία ταινία, δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτήν, αλλά όλη σου η κοσμοθεωρία και οι τρόποι βασίζονται πάνω της.
Θα αναρωτιέσαι γιατί συμβαίνει αυτό. Θα σου πω εγώ γιατί:
Όλα είναι ΠΑΣΟΚ.
Προλετάριος: Οι 5 χειρότερες δουλειές που έχω κάνει.
Κανονικά έτσι θα έπρεπε να ‘χει ονομαστεί η ταινία του Βούλγαρη και είμαι σίγουρος πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης θα κρυφογελάει πίσω από κάποιο φακό κάμερας, σκεφτόμενος το ίδιο.
Μέσα στο «Όλα Είναι Δρόμος» συμπυκνώνεται όλο εκείνο το μακελειό που έκανε το ΠΑΣΟΚ το οποίο ξεκίνησε την δεκαετία του ’80 και τελικά έπεσε στα βράχια της κρίσης κάπου το 2007.
Ο Παντελής Βούλγαρης ενώνει τρεις ιστορίες από ανθρώπους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, αλλά και τόσο ίδιους.
Η ταινία είναι ένα νεοελληνικό Έπος που μεταφέρει την ακριβή εικόνα της Ελλάδας δυο δεκαετίες πριν.
Αν ψάχνατε απαντήσεις για το πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση, η ταινία θα σας αποδείξει πολλά.
Η τρίτη ιστορία της ταινίας, περιγράφει ρεαλιστικά τι συνέβαινε στην επαρχία τη δεκαετία του '90 στη χώρα μας.
Η ταινία είναι μία ακριβής και χωρίς ταμπού αναπαράσταση της Ελλάδας που όλοι ξέρουμε.
Παλαιοβιβλιοπωλείο: Ένας παράδεισος γνώσης στο κέντρο της Αθήνας
Ο χορός ξεκινάει και το μαγαζί πέφτει.
Για ποια Ελλάδα όμως μιλάνε οι εικόνες;
Για την Ελλάδα των αγροτικών επιχορηγήσεων, του αχανούς Δημοσίου, της ρεμούλας, της ψευτομαγκιάς, της διαρκούς ανακατάταξης των παραστάσεων και των εθίμων μιας χώρας που ζει πάντα λαβωμένη από το ίδιο της το χέρι και τα κάνει μαντάρα και λαμπόγυαλο στα μπουζούκια της Εθνικής Οδού που όλα έχουν έναν αέρα δεύτερο αλλά ταυτοχρόνως απέραντα νοσταλγικό.
Όμως «όλα τα λεφτά» σε αυτό το ανισόρροπο μάλλον έργο, είναι στην τρίτη ιστορία, με τίτλο «Βιετνάμ», όπου ένας τοπικός μεγαλοεπιχειρηματίας της Επαρχίας (τον ενσαρκώνει υποδειγματικά ο Γιώργος Αρμένης) προσπαθεί μάταια να υπερβεί τον φτηνό καημό του εξαιτίας του χωρισμού με τη γυναίκα του και γίνεται αισθηματικό παρανάλωμα, «φορτώνοντας» το πάθος του σε ένα σκυλάδικο της περιοχής.
Κι εκεί, σ’ αυτή τη σκηνή, είναι που συμπυκνώνεται όλο το «μεγαλείο» της Ελληνικής υπαίθρου και όχι μόνο:
Αφού έχει γίνει τουρμπίνα από τις μπόμπες κι έχει σπάσει πάνω στο μεράκι του τα πάντα μέσα στο μαγαζί, γλεντώντας με τις βίζιτες, θα το αγοράσει στο τέλος για να το κατεδαφίσει, ενώ καπνίζει σαν ατμομηχανή, χορεύοντας στο σούρουπο μέσα στα χωράφια και βάζοντας φωτιά στα ρούχα του, με τη συνοδεία της λαϊκής ορχήστρας απογειώνοντας τον αυτοκαταστροφικό του νεοελληνικό οίστρο.
Ποιος Νεοέλληνας δεν ταυτίζεται, θέλει δεν θέλει, με κάτι τέτοιο;
Αφιερωμένο σε όσους περάσανε κάποτε μέσα από τις θεόρατες πόρτες των σκυλάδικων της Εθνικής Οδού και τα θρυλικά έθιμα της επαρχίας στην διασκέδαση όπου ενίοτε υπήρχε τρυφερότητα ακόμα και στη βία και στην ψευτοπαλικαριά, ο διάλογος, όπου ο «Μάκης» λέει: «Όχι ρε... Άκου να το δουλέψω... Να το σπάσω θέλω!».
Η ατάκα «Ηλία Ρίχτο!» ξεσήκωσε στις αίθουσες όσους είχαν στοιχειώδεις εμπειρίες από τέτοιες «ζημιές».
Το «Ηλία Ρίχτο» έμεινε από τότε στην Ιστορία, όχι μόνο του Ελληνικού Κινηματογράφου αλλά πρωτοστάτησε σε περιπτώσεις καθημερινής και ακραίας Ελληνικής τρέλας.
Στο παρακάτω άλμπουμ μπορείς να δεις μερικές από τις πιο εμβληματικές σκηνές της ταινίας: