Από τον Ακίρα Κουρασόβα (1910-1998) έμαθα πολλά για το σινεμά –αλλά και κάποια πράγματα για τον εαυτό μου. Όμως πριν φθάσω εκεί είχα μια σχέση φοβική μαζί του. Για να μιλήσω πιο απλά Ελληνικά, παρότι γοητευόμουν άπειρα από την ιδέα να δω με τα ίδια μου τα μάτια τη Μεσαιωνική Ιαπωνία, κώλωνα απίστευτα να δοκιμάσω τη σινεφίλ ματιά του. Έλεγα άστο καλύτερα, θα βαρεθεί η ζωή σου. Γελάει ο κόσμος με τις σκέψεις που έκανα βέβαια.
Γιατί από εκείνον κατάλαβα πως το σινεμά μπορεί είναι σοφιστικέ και παράλληλα τρομερά επικό. Να είναι αργό χωρίς να είναι βασανιστικό, ούτε βαρετό -–αρκεί να του δώσεις τον χώρο και τον χρόνο του (δηλαδή να μην το παρακολουθείς με μισό μάτι και άλλο μισό στο κινητό). Να έχει σκηνές-φωτογραφίες τόσο γοητευτικές που θα σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν ποτέ θα συναντήσεις κι εσύ τόσο όμορφα τοπία στη ζωή σου. Κατάλαβα, τελικά, πως κάποιες στιγμές πρέπει να τολμάς να βουτήξεις στα βαθιά και να μην αφήνεις τα πράγματα για αύριο.
Δεν είναι βέβαια όλες του οι ταινίες με Σαμουράι –απλά αυτές που αγαπήθηκαν πιο πολύ είναι, ιδιαίτερα από «ψυχάκια» σαν και του λόγου μου. Εκείνος πήρε έμπνευση σε αρκετές του ταινίες από τον Σαίξπηρ και αντίστοιχα οι Δυτικοί τον μιμήθηκαν στα γούεστερν τους («Και οι 7 ήταν υπέροχοι», «Για μια Χούφτα δολάρια»). Όπως είχε πει άλλωστε ο Μάνος Χατζιδάκις: «οι Μεγάλοι κλέβουν ενώ οι μέτριοι μιμούνται» και αυτο ταιριάζει γάντι στον Ιάπωνα.