Ήταν μια δύσκολη περίοδος για το αμερικανικό πυρηνοκίνητο υποβρύχιο «USS Bremerton» - και ειδικά για τον Διοικητή του, τον Τράβις Ζέτελ. Η γνωστή κλεισούρα, ασκήσεις 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, μια μικρή διαρροή ραδιενέργειας, ποδαρίλα, φαγητό που μύριζε σκορβούτο από μακριά, ιδρωμένοι ημίγυμνοι ναύτες που περιφέρονταν στο υποβρύχιο.
«Φτάσαμε στο φεγγάρι, κατεβήκαμε στα βάθη των ωκεανών, δαμάσαμε την πυρηνική ενέργεια, αλλά ο αναθεματισμένος κλιματισμός λειτουργεί όποτε γουστάρει», μουρμούρισε ο Καπετάνιος μέσα από τα δόντια του, όταν ένας ναύτης με 12 δάχτυλα και 4 αυτιά του έφερε το δίσκο με το φαγητό για να δοκιμάσει, όπως προβλέπεται. «Παλεύεις τόσες μέρες να φτιάξεις τη διαρροή στον αντιδραστήρα παιδί μου, ε;», ρώτησε με σχεδόν πατρικό τόνο φωνής το ναύτη. «Ναι Καπετάνιε. Πέντε μέρες εκεί κοιμάμαι και ξυπνάω. Πού το καταλάβατε;», απάντησε εκείνος. «Να μωρέ, άκουσα που σε φωνάζουν “Τσερνομπίλ”. Πήγαινε τώρα. Ευχαριστώ». Πέταξε το δίσκο με το φαγητό στα σκουπίδια, σηκώθηκε όρθιος και βημάτισε νευρικά στη μικρή, αποπνικτική του καμπίνα. «Ως εδώ! Θα τρελαθώ Θεέ μου, δεν μπορώ άλλο». Κοίταξε το ημερολόγιο που είχε μπροστά του. Σε 2 μέρες τo υποβρύχιο θα έπιανε στο λιμάνι Σούμπιτς, στο αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων, σε μια προγραμματισμένη στάση για ανεφοδιασμό. Άνοιξε τον υπολογιστή του, κοίταξε με ένοχο βλέμμα τη φωτογραφία στην επιφάνεια εργασίας που έδειχνε τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά, φίλησε τα δάχτυλά του και τους άγγιξε στην οθόνη. «Συγνώμη αγάπες μου γι’ αυτό που θα κάνω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς».
Είχε γνωρίσει τον Ντάνι σε ένα παλιότερο ταξίδι του. Ο Ντάνι, ήταν γνωστός νταραβεριτζής στις Φιλιππίνες, «μάνατζερ» και «καλλιτεχνικός διευθυντής», που συνεργαζόταν με διάφορες κυρίες της «χαμηλής κοινωνίας». Είχε φυλάξει το μέιλ του σε ένα χαρτάκι που έκρυβε στο πορτοφόλι του, πίσω από την μικρή εικονίτσα του Ιησού. Πληκτρολόγησε την ηλεκτρονική διεύθυνση του Ντάνι, έγραψε εκεί που λέει «Θέμα» τη φράση «Party Time» και αμέσως πιο κάτω ότι έφτανε σε 2 μέρες Σούμπιτς και ήθελε να περάσει καλά. «Πόσο καλά;», του απάντησε ο Ντάνι 5 λεπτά αργότερα, σαν να ήταν πάνω από τον υπολογιστή του και περίμενε το μέιλ του Διοικητή. «Πολύ καλά. 10 φορές καλύτερα αν με πιάνεις», έγραψε ο Τράβις Ζέτελ». – «Όλα για το Αμερικανικό Ναυτικό παλιέ μου φίλε. Μετρητά ή κάρτα;» Ο Ζέτελ πληκτρολόγησε τον αριθμό της κάρτας – ήταν η prepaid που είχε πάντα μαζί του για «ειδικές περιπτώσεις» φορτωμένη με μερικές χιλιάδες δολάρια, ώστε να μην πηγαίνει κανένας λογαριασμός σπίτι και να αποφεύγει τις εξηγήσεις στην κυρά.
Όλα κανονίστηκαν όπως έπρεπε...
Δυο μέρες μετά, το υποβρύχιο έδεσε στο Σούμπιτς, ο Διοικητής έκανε μπάνιο, έβαλε τα αρώματά του, καθαρά ρούχα, καθαρή διάθεση, ένα πλατύ χαμόγελο και κατέβηκε στην προβλήτα. «Θα γυρίσω το βράδυ. Μην με ενοχλήσετε εκτός αν γίνει πόλεμος. Αλλά και πόλεμος να γίνει, πάλι μην με ενοχλήσετε, εκτός αν πρέπει να ρίξουμε πυρηνικά και θέλετε τους κωδικούς εκτόξευσης. Αν πάντως πάρει ο Τραμπ και θέλει άμεσα να εκτοξεύσουμε, οι κωδικοί μου είναι στο φοριαμό μου, κάτω από τα βρώμικά σώβρακα. Εντάξει Υποπλοίαρχε;» Ο Υποπλοίαρχος τον χαιρέτησε στρατιωτικά, με ένα πλατύ χαμόγελο και του απάντησε «μάλιστα κύριε Διοικητά! Μείνετε ήσυχος. Δεν θα κάνουμε πόλεμο χωρίς εσάς. Κοιτάξτε να περάσετε καλά!». – «Να είσαι σίγουρος» είπε χαμογελώντας ο Ζέτελ κι έφυγε με γρήγορα βήματα.
10 λεπτά αργότερα ανέβαινε τα σκαλιά ενός όχι και τόσο χλιδάτου ξενοδοχείου της περιοχής, όπου δέκα κορίτσια είχαν ήδη ξεκινήσει το πάρτι. Ο Ντάνι είχε κάνει τη δουλειά του καλύτερα απ’ ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο Διοικητής. 11 λεπτά αργότερα ήταν με το σώβρακο – που είχε πάνω την αστερόεσσα – στο κρεβάτι. Και δεν ήταν εκεί για να κοιμηθεί ούτε λεπτό…
Πίσω στο υποβρύχιο «USS Bremerton»
Ο Τζον με τον Μπιλ ετοιμάζονταν να βγουν με υπηρεσιακό σημείωμα για λίγες ώρες. «Έχε μου εμπιστοσύνη Μπιλ, έχω τα καλύτερα κονέ στην περιοχή, είχα μείνει εδώ για έναν μήνα πριν έναν χρόνο περίπου, που κάναμε κάτι επισκευές και έμαθα όλες τις καβάντζες. Θα πάρω τη Μαίρη και την Κορασόν, δεν έχεις ξαναδεί τέτοιες κούκλες». Το κινητό της Μαίρης όμως ήταν κλειστό. Το ίδιο και της Κορασόν. Δοκίμασε τα επόμενα τηλέφωνα που είχε στην ατζέντα του. Τζίφος. Η Καρολίνα, η Κλόε, η Κιμ, όλες το είχαν κλειστό.
«Τι διάολο;;!!! Δεν έμαθαν πως ήρθε στόλος;» Πήρε τον Μπιλ και κατέβηκαν από το υποβρύχιο, σχεδόν έσπρωξε τον σκοπό που στραβωμένος έκανε υπηρεσία την ώρα που οι άλλοι πήγαιναν βόλτα και κατευθύνθηκε προς το κοντινό μπαρ, με τα νοθευμένα ποτά, την αποπνικτική τσιγαρίλα και τα κορίτσια Β’ διαλογής. Μπήκε μέσα και παρήγγειλε δυο ποτήρια μπύρα και δυο σφηνάκια ουίσκι. Πίνοντας μια γερή γουλιά μπύρα, παρατήρησε δίπλα του μια γνώριμη χαμογελαστή φάτσα, έναν κωλοπετσωμένο πιτσιρικά, τον Ουάν - έτσι τον φώναζε πάντα, διότι ήταν «Πρώτος» στο να του βρίσκει ό,τι ήθελε, νόμιμο ή λιγότερο νόμιμο, την προηγούμενη φορά που ήταν στη γειτονιά. Μετά τις εγκάρδιες χαιρετούρες και τέσσερα σφηνάκια από ουίσκι αμφίβολης προέλευσης και μηδενικής εμφιάλωσης, ο Τζον του έκανε την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων: «Ουάν, πού πήγαν όλα τα κορίτσια;» - «Δεν τα έμαθες; Ήρθε ένας γαλονάς και τα πήρε όλα στο δωμάτιό του. Καμιά δεκαριά. Μπάλα θα παίξουν και ήθελε να φτιάξει 11άδα; Πήρε ό,τι καλύτερο υπήρχε. Πρέπει να είναι από ένα υποβρύχιο που έδεσε εδώ πριν λίγη ώρα. Εκεί δεν είσαι κι εσύ; Δεν τον ξέρεις»;
Ο Τζον θόλωσε – δεν ήθελε και πολύ μετά από 2 λίτρα ζεστής μπύρας και καμιά ντουζίνα σφηνάκια ουίσκι για να ανεβάσει θερμοκρασία. «Πάμε! Πάμε να βρούμε αυτόν τον μπάσταρδο!», σχεδόν διέταξε τον Μπιλ. «Τρελός είσαι; Τι θέλεις τώρα; Να περάσουμε Ναυτοδικείο και να μας στείλουν Αλάσκα να μετράμε πιγκουίνους; Εγώ φεύγω» είπε ο Μπιλ, πετώντας ένα 20δόλαρο στον πάγκο.
Ο Τζον έμεινε μόνος αλλά δεν είχε σκοπό να το αφήσει να περάσει έτσι. Ρώτησε και έμαθε το ξενοδοχείο – το ήξερε άλλωστε, το είχε επισκεφτεί τόσες φορές, που ήξερε ότι το τρίτο σκαλί έτριζε σαν τις αρθρώσεις της γιαγιάς του και το έκτο ήταν σπασμένο. Ανέβηκε τα σκαλιά δυο – δυο και έφτασε στην πόρτα του δωματίου 11. «11. Όσοι και οι άνθρωποι που είναι μέσα», μούγκρισε. Άκουσε φωνές, γέλια, σπαστά αγγλικά, βογγητά και μια βαριά, γνώριμη φωνή που θα την αναγνώριζε ακόμα και σε τελικό Super Bowl, ανάμεσα σε χιλιάδες φωνές – ήταν αυτός που του έκοψε την έξοδο πριν κανένα μήνα, που τον είχε βάλει στο μάτι επειδή έριξε μια μπουνιά σε έναν ναύτη που τσακώθηκαν για μια παρτίδα πόκερ, που τον «έτρεχε» και τον «έπηζε» σε κάθε ευκαιρία. «Θα σου δείξω εγώ! Θα δεις τι θα πάθεις!», είπε ο Τζον ως νέος «Χλαπάτσας» και κατέβηκε στο δρόμο με γρήγορα βήματα – λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν αραγμένοι δυο Ναυτονόμοι. Τους είπε κάτι στο αυτί και λίγα λεπτά μετά, χτύπησαν δυνατά και «υπηρεσιακά» την πόρτα με το νούμερο 11…
Λίγες μέρες αργότερα, ο Διοικητής Τράβις Ζέτελ «αποστρατεύτηκε τιμητικά τερματίζοντας ευδοκίμως μια καριέρα γεμάτη διακρίσεις». Στην πραγματικότητα, εξαναγκάστηκε σε εθελούσια αποστρατεία, προκειμένου να κουκουλωθεί ένα σκάνδαλο που θα προκαλούσε σούσουρα στις ΗΠΑ και τις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού. Μαζί, «παραίτησε» κάθε ελπίδα και κάθε προοπτική για καριέρα στον ιδιωτικό τομέα μετά το στρατό. Μαζί του «αποστρατεύτηκε» και το υποβρύχιο «USS Bremerton», για το οποίο έμελλε αυτό το ταξίδι να είναι το τελευταίο του.
«Επιτέλους, θα κοιμηθώ στην κουκέτα μου σαν άνθρωπος», είπε ο ναύτης με τα 12 δάχτυλα και τα τέσσερα αυτιά, που πλέον είχε λέπια να καλύπτουν όλο του το σώμα, έξι πόδια και έφτυνε φωτιά κάθε φορά που έβηχε, λίγο πριν τον πάρουν κάτι τύποι με ραδιενεργές στολές και μάσκες και τον στείλουν σε ένα μέρος που δεν υπάρχει, με το όνομα «Περιοχή 51»…