Για τον περισσότερο κόσμο, η ζωή στην παραλία δεν είναι ανάπαυλα. Δεν είναι χόμπι. Δεν είναι η αγαπημένη συνήθεια του Σαββατοκύριακου. Είναι δικαίωμα. Είναι η μικρή καλοκαιρινή ανταμοιβή για τα ζόρια που έχεις τραβήξει την εβδομάδα. Είτε ξεκινάς διακοπές είτε σκυλιοβαριέσαι ακόμη περιμένοντας τις, η παραλία προσφέρει χαρά και ξενοιασιά. Αλλά όχι για όλους. Κάποιοι εκεί έξω υποφέρουν. Για εκείνους, η καθημερινή μάχη με την ζέστη δεν τελειώνει ποτέ. Εγώ είμαι ένας από αυτούς.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν είμαι από τους γκρινιάρηδες που λένε ότι σιχαίνονται την παραλία και την ζέστη. Απεναντίας λατρεύω την θάλασσα. Αλλά ξέρω πως αν δεν παίξω μπάλα σωστά, δεν υπάρχει περίπτωση να την παλέψω. Είμαι σε μία παρέα που οι κολλητοί μπορούν να σιγοψήνονται με τις ώρες κάτω από τον ήλιο σαν αρνί σούβλας. Εγώ πάλι δεν μπορώ. Είμαι ασπρουλιάρης, έχω αρκετές ελιές και από ένα σημείο και μετά ο ήλιος αρχίζει να με ζαλίζει. Αυτό σημαίνει το εξής: ότι πρέπει να κουβαλάω μαζί μου ένα σωρό πράγματα. Δεν πάω πουθενά χωρίς ομπρέλα, δεν κουνάω ρούπι χωρίς αντηλιακά και μπουκάλια με νερό. Κάθε μέρα στην παραλία είναι μία μικρή μάχη. Δύσκολη μάχη.
1η ώρα
Άνετος. Χαλαρός. Μaster of the Sea. Δεν χαμπαριάζω. Και θα σηκωθώ και θα κολυμπήσω και ρακέτες θα παίξω και ό,τι υπάρχει κάτω από την ομπρέλα θα το φάω. Έχω φροντίσει να έχω βάλει ΑΠΟ ΠΡΙΝ αντηλιακό (σ.σ.: μιας και θέλει καμιά ώρα για να κάνει δουλίτσα) και είμαι μια χαρά κοινωνικός και χαβαλές. Δεν γκρινιάζω, δεν παραπονιέμαι και κυρίως δεν ενοχλώ κόσμο. Είναι η πιο ευχάριστη ώρα για να με έχει κανείς τριγύρω του στην παραλία.
2η ώρα
Μία ζεστούλα την νιώθω στο κορμάκι μου. Ξέρεις, αυτό που ακόμα και κάτω από την ομπρέλα να κάθεσαι, η ζέστη έχει αρχίσει να σε παίρνει αγκαλίτσα. Σηκώνομαι και βήχω διακριτικά ψάχνοντας παρέα για να μπω θάλασσα. Το πιο συχνό που ακούω είναι το «Από τώρα; Κάτσε ρε να μαυρίσουμε λίγο». Τι να μαυρίσω ρε; Εγώ αν κάτσω θα τηγανίζεις πάνω μου αβγό. Ο προβληματισμός ξεκινά. Ναι οκ θα πέσω, αλλά μετά τι. Πλατσούρισμα και δροσούλα. Αυτή είναι η μαγεία της θάλασσας. Αλλά πόσο να κάτσεις μέσα μόνος σου; Πόσο ν’ αντέξεις; Από ένα σημείο και μετά αρχίζεις να σκέφτεσαι πώς θα την παλέψεις έξω. Και δεν έχει περάσει ούτε δίωρο. Γαμώτο.
3η ώρα
Αρχίζει και αλλάζει ο ήλιος. Ξαναστρώνω πιο μέσα πετσέτα, ενοχλώ, φέρνω αναστάτωση. «Σιγά βρε μαλάκα με γέμισες άμμο!». Ανοίγω το στόμα να πω καμιά μαλακία. Έτσι μπας και ξυπνήσουν από τον λήθαργο της ηλιοθεραπείας. Χαμπάρι. Δοκιμάζω πιο ακραία μέτρα, όπως να τους κάνω νόημα για τους κώλους παραδίπλα. Οι πιο γύπες γυρίζουν ασυναίσθητα. Οι άλλοι ύπνο. Προσπαθώ να διαβάσω κανένα βιβλίο αλλά δεν το καταφέρνω ποτέ γιατί έχει ξεκινήσει η χειρότερη ζέστη. Αυτή που δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ.
Εγώ σιχαίνομαι μόνο την ζέστη. Ο Μπαρούνης που σιχαίνεται το κάμπινγκ όμως;
4η ώρα
Ζόρι. Ξέρεις τι συμβαίνει εκεί; Αν έχεις κάνει το λάθος να πιείς αρκετές μπίρες, συνειδητοποιείς πως ναι μεν στιγμιαία έχεις δροσιστεί, αλλά με την ζέστη το αλκοόλ βαράει χειρότερα. Την τελευταία φορά είχα ζαλιστεί, πήγα να μπω στο νερό, παραπάτησα και έπεσα πάνω σε ένα παιδάκι. «Απαπά καλέ αυτός έχει πιει κιόλας» είπε η μάνα του και ένιωσα σαν αυτά τα χαμένα κορμιά που δείχνουν οι μανάδες με το δάχτυλο για να πουν στα παιδιά τους να μην γίνουν ποτέ έτσι. Με ρωτάς τι περνάω κυρία μου; Τηγανίζεις αβγά στην πλάτη μου. Πονάει το κεφάλι μου δεν το ‘χω. Προσπαθώ, αλήθεια προσπαθώ αλλά δεν.
5η ώρα
Σαν την Βλαχοπούλου και τον Εξαρχάκο που ψάχνουν για νερό στο Μία Ελληνίδα στο Χαρέμι. Έτσι δείχνω. Έχει ξεκινήσει η γκρίνια. «Φεύγουμε;». Άντε πάμε;», «Ακόμα;», «Ρε σεις εγώ πείνασα, δεν πείνασε κανείς;», «Μωρέ άδειασε η παραλία», «Εντάξει δεν ξαναμιλάω……πάμε τώρα;». Τους βλέπεις που θέλουν να με καρυδώσουν. Που κοιτιούνται σε φάση «γιατί τον παίρνουμε ακόμα μαζί αυτόν τον γελοίο;». Κοιτάνε και από την διπλανή ομπρέλα με λύπηση, του τύπου «Κοίτα με τι έχουν μπλέξει τα καημένα τα παιδιά». Ρε παιδιά δεν το θέλω, αλλά η φύση με έκανε φλώρο με την ζέστη. Θέλω την παραλία αλλά ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ να κάτσω 100 ώρες.
Μούγκα στην επιστροφή. Άχνα δεν βγάζω. Γιατί ξέρω ότι θέλουν να με σκοτώσουν αλλά στην τελική, ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΙ ΡΕ. Και παρότι υπάρχει η κατίφλα της κίνησης στην επιστροφή και η ταλαιπωρία, προσπαθούν να συμπεριφερθούν πολιτισμένα. Ίσως όχι τόσο όταν με αφήνουν σπίτι και τους ρωτάω «Τα λέμε το άλλο Σουκου;». Και η πόρτα πίσω μου κλείνει και φεύγουν χωρίς να πουν ούτε γεια.
Ήρωες. Γιατί είμαι μαλάκας και γκρινιάρης.