Κάθεσαι στο μπαλκόνι. Ρεμβάζεις. Από απέναντι, ένας ήχος διαπεραστικός, γρήγορος, κλιμακωτός, σαν από στρακαστρούκα που σκάει στον αέρα, περνά από το δεξί αυτί, διασχίζει τον εγκέφαλο και φεύγει από το αριστερό, αφού πρώτα σε έχει υποτάξει σε ένα νοσταλγικό brainstorming, με όλες εκείνες τις νεανικές αναμνήσεις: «Ζάρια», μονολογείς φωναχτά, παρορμητικά, προδομένος από τον ενθουσιασμό σου.
Πριν προλάβεις να παίξεις τα slides όσων εικόνων μπορείς να ανασύρεις από τα χρόνια της νιότης, σκάει νέος ήχος. Πιο εκκωφαντικός, πιο επεξηγηματικός. Το κάνεις εικόνα με χαμόγελο τύπου που κατεβάζει ιδέα και κοιτάζει στο άπειρο: «Χτυπάει το πούλι με μανία. Τον καπάκωσε. Πλακωτό παίζουν». Οι ήχοι συνεχίζονται. Ακροατής εσύ. Κανονικά, αυτός ο θόρυβος θα έπρεπε να σε εκνευρίζει σε σημείο που θα έπαιρνες μέχρι και την αστυνομία. Σκέψη που έρχεται και φεύγει, μαζί με την τραγική διαπίστωση του πόσο παραξένεψες. Από ακροατής, γίνεσαι παρατηρητής. Όλο και περισσότερες εικόνες σκάνε μπροστά σου.
Θες να πας σε αυτό το μπαλκόνι. Να τους χτυπήσεις το κουδούνι. Να σηκωθεί ο ιδιοκτήτης βαριεστημένα, με παντόφλα, χωρίς μπλούζα. Να σου ανοίξει. Να στέκεται μπροστά σου με βλέμμα απορημένο. Κι εσύ να φωνάξεις: «ΗΜΑΡΤΟΝ! Ή κάντε πιο σιγά ή θα πάρω το 100 κάντε πιο 'κει να παίξει και κάνας άλλος!».
Πηγαίνεις στο δωμάτιό σου. Παίρνεις καρέκλα, ανεβαίνεις, ανοίγεις την πάνω-πάνω ντουλάπα, που χρησιμοποιείς για αποθήκη. Ψάχνεις, ανακατεύεις, πετάς πράγματα από κάτω, σηκώνεις το trivial, τη Monopoly, το Μυστήρια στο Πεκίνο, το βρίσκεις. Σκονισμένο, ξεθωριασμένο, λες και ανακάλυψες το Jumanji. Το ξεσκονίζεις λίγο με το χέρι. Και το ανοίγεις.
Ανοίγοντας το τάβλι, ανοίγεις και το χρονοντούλαπο των αναμνήσεων.
Και θυμάσαι:
1. Την ίδια καφετέρια, το ίδιο τραπέζι, το ίδιο παιχνίδι
Είχες μόλις τελειώσει το σχολείο. Το πρώτο καλοκαίρι δεν θα το ξεχάσεις ποτέ. Κάθε μέρα ξύπναγε και μια καινούρια, διαφορετική ζωή. Αλλά κάποιες συνήθειες έμεναν ίδιες. Όπως αυτή: Κάθε, μα ΚΑΘΕ μέρα πήγαινες για καφέ. Πολλές φορές χωρίς λόγο, ακόμα περισσότερες χωρίς να το θες. Ήταν Παρασκευή αλλά δεν το ήξερες, ακολουθούσε Σουκου αλλά δεν σε ένοιαζε. Εσύ εκεί. Στην ίδια καφετέρια, στο ίδιο τραπέζι, με την ίδια φάτσα απέναντι και το ίδιο ξύλινο παιχνίδι να σας χωρίζει, με μοναδική σας έγνοια τι θα βάλετε για 15ο πούλι. Τον είχες φάει στη μάπα ολη την περασμένη εβδομάδα. Οπότε, με το που καθόσασταν στο τραπέζι ακολουθούσε ο εξής διάλογος: «Τι νέα; Καλά κι εγώ. Ξεκινάμε;». Δεν άλλαζε ούτε η τριπλέτα. Ξεκίναγες με Πλακωτό για ζέσταμα, συνέχιζες στα πιο σοβαρά με Πόρτες και κατέληγες στα Πανεπιστημιακού Επιπέδου με Φεύγα.
Και κάπως έτσι περνούσε η Παρασκευή.
2. Τις εξεταστικές περιόδους
Δεν υπάρχει φάρμακο για το διάβασμα σου λέγανε οι γονείς σου. Κι όμως, υπάρχει. Λέγεται τάβλι. Θυμάσαι ακόμα το πρώτο εξάμηνο μετά το καλοκαίρι. Το πρώτο έτος είναι ίδιο για κάθε σχολή, για κάθε φοιτητή, για κάθε άνθρωπο που θέλει να πάρει πτυχίο και να έχει μάθει τρία πραγματάκια (είπαμε, πόρτες-πλακωτό-φεύγα). Η πρώτη εξεταστική, σού έχει αφήσει την πιο έντονη γεύση φραπεδιάς και τσιγαρίλας, αλλά και την πιο δυνατή ανάμνηση από τις ατελείωτες παρτίδες της παρηγοριάς εν μέσω συζητήσεων, σχετικών με διάβασμα όπως: «Έχεις ξεκινήσει διάβασμα; Εγώ δεν έχω προλάβει ακόμα. Τιναφτό; Ντόρτια είναι αυτό; Βλέπω καλά;». Οι διάλογοι είχαν πάντα να κάνουν με το μάθημα που είχες να δώσεις: «Θες να περάσεις Στατιστική Ι και μετράς με το πούλι απ' έξω σου». Και κάπως έτσι, ΔΕΝ περνούσες το μάθημα.
3. Τις διακοπές με τάβλι 24/7
Καθόσουν μπροστά στην άδεια βαλίτσα και σκεφτόσουν τι ρούχα θα πάρεις μαζί σου. Σταμάταγες για λίγο τις σκέψεις, σήκωνες το τηλέφωνο, έπαιρνες τον κολλητό: «Έλα. Ναι. Όλα τα έχω ετοιμάσει. Να σου πω. Κοίτα μην ξεχάσεις το τάβλι και κοιταζόμαστε πάλι στο πλοίο». Στο κατάστρωμα ήσασταν οι τύποι που μπούκαραν πρώτοι-πρώτοι, ξεχωριστά, σε ειδική αποστολή εύρεσης τραπεζιού, όχι για να βγάλουν 8ωρο ταξίδι καθιστοί, αλλά για να έχουν κάπου να το ακουμπάνε. Σηκωνόσασταν μόνο για κατούρημα, εναλλάξ, σηκώνατε το βλέμμα μόνο για να δείτε αν φτάνετε, δεν παίρνατε χαμπάρι που όλο το πλοίο σας κοίταζε με μίσος, δεν χαμπαριάσατε ούτε όταν το ένα ζάρι χάθηκε κάπου στο Κάβο Ντόρο. Από τη στιγμή που πατήσατε Πειραιά, μηδένιζε το κοντέρ, ξεκίναγε νέο τουρνουά, το οποίο θα έληγε με την επιστροφή από τις διακοπές. Τα παιχνίδια που μεσολαβούσαν; Παντού. Στο τραπεζάκι έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου με αμάνικο, στην παραλία, πάνω σε χώματα, πέτρες, αλάτια και νερά, στο μπιτς μπαρ με πατατάκι και μπυρόνι. Με εξαίρεση τη βραδινή έξοδο και άλλη μία βραδιά που είπατε «να αράξετε μέσα», δεν το αποχωριστήκατε στιγμή. Κι ας ήταν η αιτία που μετά τις διακοπές δεν μιλάγατε για 3 μέρες, αφού σύμφωνα με καταγγελία του ενός, ο άλλος έκλεψε.
Και κάπως έτσι πέρασαν οι διακοπές.
4. Το ΚΨΜ, η έξοδος, ο στρατός
Όταν αναφέρεσαι στους φίλους από τον στρατό, ποτέ, Ποτέ, ΠΟΤΕ να μην ξεχνάς το τάβλι. Αν δεν υπήρχε αυτό στον στρατό, με τους μισούς από 'κει μέσα τώρα δεν θα μιλούσες και με τους άλλους μισούς δεν θα είχες γνωριστεί καν. Πόσα πρωινά στο καψιμί, πόσος σκοτωμένος χρόνος στον οποίο δώσατε ζωή με ατελειιιιιιωτες παρτίδες, πόσο μπινελίκια για τον τύπο που ήθελε σκάφη για να ρίξει μέσα τα ζάρια, για τον κωλόφαρδο που έφερνε συνέχεια εξάρες, ή γι' αυτόν που έκανε μια ώρα να αποφασίσει την επόμενη κίνηση λες και παίζατε σκάκι. Ουδείς ξέρει πώς τι φαντάρους θα είχαμε και τι πολίτες θα έβγαζε ο ελληνικός στρατός, αν δεν υπήρχει το τάβλι. Και ουδείς γνωρίζει αν θα είχαμε κάνει τόσους πολλούς φίλους, αν εκτός από τον αντίπαλο που καθόταν απέναντί μας, δεν υπάρχαν όλοι οι υπόλοιποι συμφάνταροι από πάνω μας, να κάνουν περιγραφή των φάσεων, να μας συμβουλεύουν και να μας κράζουν που δεν κάναμε ό,τι μάς είπαν.
Και κάπως έτσι πέρασε ο στρατός.
5. Τα ξημεροβραδιάσματα στο μπαλκόνι.
Η τελευταία ανάμνηση έρχεται στο τέλος. Όταν έχεις βγει ξανά στο μπαλκόνι, κρατώντας το τάβλι, χαζεύοντας τους τύπους απέναντι και βλέποντας μέσα από αυτούς όλα εκείνα, τα δικά σου απογευματόβραδα που κατέληγαν σε ξημερωβραδιάσματα. Τότε που ερχόταν ο κολλητός σπίτι, στήνατε σκηνικό, τραπέζι, καρέκλες, μουσική από ραδιόφωνο, κατεβάζατε τα ρολόγια, χτυπάγατε και μια καφεδιά από την οποία πίνατε ακόμα και όταν είχε νυχτώσει αποκτώντας μπεζ χρώμα. Και νασου οι ζαριές και νταμπαντούμπα τα πούλια και μέσα-έξω μετά από τα μπινελίκια των απέναντι.
Έχεις το τάβλι μπροστά σου. Το κοιτάς. Ρίχνεις αμήχανα τα ζάρια. Φτιάχνεις βαρελάκια με τα πούλια. Τα σκορπίζεις εκνευρισμένα. Και μετά; Τι κάνεις μετά; Ιδού η απορία: