Καταλαβαίνεις πως γερνάς όταν μια ωραία Παρασκευή του Μάρτη βγαίνεις απογευματιάτικα στο μπαλκόνι (ημίγυμνος παρακαλώ…) για να βάλεις τις φωνές στα πιτσιρίκια της γειτονιάς σου. Ναι, εκείνα τα μικρά διαόλια που όταν δεν ποζάρουν με αθώο βλέμμα και χαμόγελο μπροστά από τις εντεκάδες του Champions League, σπάνε τα νεύρα του ηλικιωμένου γείτονά μου, χτυπώντας του το κουδούνι ξανά και ξανά και ξανά…
Ω ναι, ντροπή και κατάντια. Το έκανα και το παραδέχομαι δημόσια. Αυτός είμαι. Και η αλήθεια είναι πως όταν μπήκα ξανά μέσα στο σπίτι, έσβησα τα φώτα, έκατσα σε μια γωνιά του καναπέ σε εμβρυακή στάση και άφησα τα δάκρυα να ξεπλύνουν την ντροπή μου. «Πας καλά ρε;», μου είπα. «Φωνάζεις στα παιδάκια της γειτονιάς προτού καλά-καλά συμπληρωθούν 3 δεκαετίες από τις μέρες εκείνες που μεγαλουργούσες στη γειτονιά με τα δικά σου τα καραγκιοζιλίκια; Φτου σου βρωμιάρη!», με αποστόμωσα. Κιχ δεν μπορούσα να βγάλω.
Εκεί που είναι, ήμουν. Εκεί που είναι, θα βρεθούν σε μερικά χρόνια από τώρα τα δικά μου τα πιτσιρίκια μου. Ποιος είμαι εγώ να τους βάζω τις φωνές, ε; Ποιος είμαι; Δεν απαντάω ε; Τι να μου πω…
Θα σας πω εγώ ποιος είμαι και τι ντροπές έκανα κάποτε στη γειτονιά και στο σχολείο με το Ratpack μου.
Έχουμε και λέμε (και περιμένω στα σχόλια τις θύμησές σου από τότε που συμμετείχες στα γυρίσματα της «Πόλης των Καταραμένων»)