Εκείνο το Σαββατοκύριακο στην Αντίπαρο, που οργανώθηκε την τελευταία στιγμή, με έκανε να καταλάβω ότι όταν πλέον έχεις ξεπεράσει το χρονικό (και ψυχολογικό) όριο όπου κάτι μπορεί να οργανωθεί και έχεις εισέλθει στην επικράτεια του «τώρα», όπου τα πάντα αποφασίζονται εκείνη τη στιγμή για την αμέσως επόμενη, η τεχνολογία είναι αχρείαστη.
Για σκέψου. Είναι σαν να σε υποδέχεται η Χαρούλα Πεπονάκη από το Ρετιρέ με ένα ποτήρι Nescafe Frappé στο χέρι και να σου κόβει εισιτήριο για ένα τυχαίο καλοκαίρι στις αρχές του ’90.
Τα καλύτερα πλοία, το αφιέρωμα στο «Τρίποντο» για την Α1, το depsacito, τα ροζ φλαμίνγκο και όλα αυτά τα φρέντο καπουτσίνο ντεκαφεϊνέ, με οργανική κρέμα και ζαχαρίνη. Αυτά είναι πού μας χωρίζουν από τότε.
Η ιστορία έχει ως εξής: φίλη αναχωρεί για τα ξένα, «πετάγεται» για δύο χρόνια εδώ κοντά, στη Σιγκαπούρη, και εκφράζει επιθυμία για ένα ΣΚ σε ένα μέρος όπου η παρέα έχει περάσει πολλά καλοκαίρια, την Αντίπαρο. Καταλαβαίνεις, κάτι σαν αποχαιρετιστήριο πάρτι.
Το πρόβλημα ήταν ότι την εξέφρασε κάπως καθυστερημένα, ας πούμε μία μέρα πριν, μια ωραία Πέμπτη, με άδειες ήδη κανονισμένες και ελάχιστα περιθώρια ευελιξίας. Καταλαβαίνεις, κάτι σαν αποχαιρετιστήριο πάρτι, χωρίς να έχεις φροντίσει για ποτά, χώρο, μουσική και απλώς στέλνεις inbox σε 10 φίλους να έρθουν.
Αντί να διατηρείς το μυαλό σου σε εγρήγορση γεμίζοντας τα τετραγωνάκια του Sudoku, μπορείς εναλλακτικά να επιχειρήσεις να συντονίσεις 7 ανθρώπους να βρουν κοινό άδειο ΣΚ μέσα στον Ιούλιο. Αν το κάνεις, τότε, λες και πρόκειται για αρχέγονη προφητεία που εκπληρώνεται, θα ακουστεί από τα βάθη του Αιγαίου το παχύ γέλιο κάθε ιδιοκτήτη ενοικιαζόμενου στο άκουσμα ότι ψάχνεις για εκείνες τις μέρες δωμάτιο.
Επομένως η λύση ήταν μία: εισιτήρια τη μέρα της αναχώρησης και διαμονή στο κάμπινγκ –το οποίο το είχαμε κάνει πολλές φορές και στο παρελθόν, απλώς στο παρελθόν ήμασταν εμείς η αυθάδης και αλαζονική πιτσιρικαρία, ενώ τώρα μοιάζαμε λίγο –τόσο δα- με αυτούς τους θείους που στα τραπέζια λένε «θα κάτσω με τη νεολαία».
Ξημερώνει Παρασκευή, πάμε στις δουλειές μας κουβαλώντας και ένα μικρό σακ βουαγιάζ με τα απαραίτητα για ένα χαλαρό και απελευθερωτικό διήμερο (που μπορεί και να μην συνέβαινε ποτέ): μια βερμούδα, δύο t-shirt, πετσέτες, μαγιό, sleeping bag, μερέντα για το πρωϊνό και Nescafe για τον frappé.
Φυσικά, αν ετοιμάζεσαι με την ψυχή στο στόμα, θα έχεις και απώλειες. Εγώ είχα το φορτιστή. Ο κολλητός, ξέχασε το power bank. Πράγμα που σήμαινε ότι το πολύ έως το βράδυ τα κινητά μας θα είχαν παραδώσει πνεύμα και δεδομένα.
Πριν βγεις από τον ηλεκτρικό του Πειραιά, σε ένα διάδρομο στα αριστερά σου υπάρχει πρακτορείο για εισιτήρια. Το ρολόι έδειχνε 19:00. Οι «πρωινοί» της παρέας είχαν φύγει με των 17:00. Το επόμενο -και τελευταίο- έφευγε στις 21:00. Βρήκαμε. Βρήκαμε και για την επιστροφή της Κυριακής.
01:30 πιάσαμε Πάρο, περιμέναμε περίπου 45 λεπτά για ταξί να μας πετάξει μέχρι την Πούντα. Παιζόταν αν θα προλαβαίναμε το τελευταίο για Αντίπαρο, αλλά πέσαμε πάνω στον Παριανό Νίκι Λάουντα, και 2:30 ακριβώς ανεβαίναμε στο φέρι για απέναντι. Σε 10 λεπτά θα ήμασταν εκεί.
Αφήνουμε τα πράγματα στο βανάκι του κάμπινγκ, δικοί μας άνθρωποι μετά από τόσα χρόνια, δίνουμε και μία ταυτότητα για την «κράτηση» και πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους.
Όταν έχεις στέκια και πηγαίνεις σε ένα νησί για χρόνια, ξέρεις που θα βρεις τους φίλους σου, χωρίς να χρειαστεί να τους τηλεφωνήσεις. Κεντρικός δρόμος τους χωριού και λίγο πριν τη στροφή για την πλατεία, Loco. Μας περίμεναν με τα zombie ανά χείρας –ιδανικό καλωσόρισμα.
Για τα επόμενα δεν χρειαζόταν κάποιος συντονισμός. Πεταχτήκαμε στο Doors για αυτό το επικό μισάωρο μέχρι να πάει 4:00 και να κλείσει η μουσική σε όλα τα μπαρ του χωριού. Είναι το καλύτερο μισάωρο κλεισίματος που μπορείς να βρεις στο νησί. Αυτό το μισάωρο που αν είσαι 20 νομίζεις ότι σε φέρνει λίγο πιο κοντά στην Παράδεισο και αν είσαι 30 σου υπενθυμίζει ότι το καλοκαίρι είναι κάτι πολύ πιο σωματικό και ιδρωμένο από τα στυλιζαρισμένα stories στο Instagram.
Άλλωστε ακόμα και να θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε να τα ανεβάσουμε.Μεταξύ μας, όμως, ποτέ κανείς δεν έκλαψε για τα stories που δεν ανέβηκαν ποτέ. Και καλά έκανε.
Στη συνέχεια, γίναμε μέρος αυτής της λιτανείας που πηγαίνει για το σβήσιμο της βραδιάς στο La Luna, με φωτορρυθμικά και αέρα που μυρίζει αλάτι και κολόνια. Εκεί που τελειώνει κάθε ιστορία στο νησί και αυτό το μαρτυρά η ζωή ίδια και όχι τα status στο Facebook.
Ναι, θα άξιζαν 3.540 posts και άλλα τόσα hashtags για εκείνη τη στιγμή που πέφτει το φως της ανατολής από τα δεξιά σου καθώς κατηφορίζεις για το κάμπινγκ και θα μπορούσες να ξοδέψεις άλλα τόσα για να εξευμενίσεις τα foodporn ένστικτά σου καθώς βλέπεις μπροστά σου τα ζεστά κρουασάν στο εστιατόριο του κάμπινγκ.
Περισσότερο όμως αξίζει ότι δεν θα γίνουν ποτέ. Ότι θα κλείσεις τα αφτιά σου στην βαβούρα του timeline και θα επιλέξεις τη στιγμή, όχι την απεικόνισή της.
Οι πεινασμένοι κάθισαν για πρωινό, οι άλλοι προχωρήσαμε στο δρομάκι ανάμεσα από τις καλαμιές, εκεί που περιμένεις ένα βλέμμα σαν αυτό της Έλλης Τρίγγου από το Suntan για να σου φέρει την ψυχή στα δόντια, και περάσαμε τη μπλε πορτούλα για την παραλία.
Περπατήσαμε λίγο μέχρι να φτάσουμε στην ωραία παραλία, αυτή που αρχίζει λίγο μετά την μάντρα. Δεν είχαμε πει στους άλλους που θα ήμασταν, αλλά ξέραμε ότι θα μας έβρισκαν. Στην Αντίπαρο δεν μπορείς να χαθείς. Και όταν ένα νησί το θεωρείς «το νησί σας», τότε δεν χρειάζεται καν να σηκώσεις τηλέφωνο για να ρωτήσεις «πού είσαι;».
Μας βρήκαν και έφεραν Νescafe Frappé για τους υπόλοιπους.
Τα καλύτερα πλοία, το αφιέρωμα στο «Τρίποντο» για την Α1, το depsacito, τα ροζ φλαμίνγκο και όλα αυτά τα φρέντο καπουτσίνο ντεκαφεϊνέ, με οργανική κρέμα και ζαχαρίνη. Αυτά είναι πού μας χωρίζουν από ένα οποιοδήποτε καλοκαίρι των αρχών του ‘90
Κάποιος θα πρέπει να προσθέσει και αυτή την επικοινωνία που δεν χωράει σε κινητά και smartphones. Αυτό που είσαι με την παρέα σου, μόνοι σας σε μια παραλία, με ένα frappé μόλις έχει ξημερώσει.