Πόσες φορές έχετε ακούσει κάτι γερομιλένιαλ, και λίγο μεγαλύτεροι, να νοσταλγούν τις νεανικές τους εξόδους στα Wendy’s; Και όχι μόνο στο θρυλικό αυτό μπεργκεράδικο, αλλά και άλλα καταστήματα, ακόμα και μη υγειονομικού ενδιαφέροντος. Αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια αυτής της νοσταλγίας, βγαίνει πολύ εύκολα το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει νοσταλγία για το μπιφτέκι των Wendy’s, ούτε για το παιχνίδι στα μπιλιαρδάδικα, ούτε και για τα LAN party στα internet cafe. Παρά το πρίσμα της νεότητας που αφορά κυρίως τη νοσταλγία για το χαμένο σφρίγος, η νοσταλγία αφορά κάτι άλλο.
Επειδή ακριβώς τρώμε καλύτερα μπέργκερ σήμερα από αυτά που τρώγαμε πριν από 20+ χρόνια, αυτό που μας λείπει περισσότερο είναι η έξοδος με τους φίλους, κι ας τρώγαμε ακόμα και γκοτζίλα από κέντρο νεοσυλλέκτων στο Μεσολόγγι. Τα μαγαζιά που κλείνουν, από σινεμά, μέχρι εστιατόρια αλλά και κτίρια γραφείων που ερημώνουν, είναι όλα αποτέλεσμα μιας κοινωνικής ζωής που αλλάζει και εστιάζεται περισσότερο στο σπίτι μας και λιγότερο σε κοινόχρηστους χώρους, εξωτερικούς και εσωτερικούς.
Το ίντερνετ και το πνευματικό του τέκνο, τα social media ψηφιοποιούν τους χώρους στους οποίους συναναστρεφόμαστε για οποιονδήποτε λόγο από τον πιο σοβαρό, μέχρι τον πιο ελαφρύ. Σε όλες τις πόλεις του κόσμου το κέντρο τους ερημώνει από μία ιδιότυπη αποκέντρωση. Έχουμε συνηθίσει να κατηγορούμε τη βραχυχρόνια μίσθωση για τον εξοστρακισμό μας από τις πόλεις και την καταστροφή των στεκιών μας και τη μετατροπή τους σε πιο φιλικά προς τους τουρίστες καταστήματα, αλλά για μια στιγμή. Μήπως αυτό είχε ξεκινήσει πριν κατακλύσει τα Εξάρχεια και το Κουκάκι ο ήχος των τροχήλατων βαλιτσών στα κακοσυντηρημένα πεζοδρόμια;
Ο μαρασμός του κέντρου της Αθήνας ξεκίνησε αρκετά χρόνια νωρίτερα, την εποχή των έργων των ολυμπιακών αγώνων βρίσκοντας μια ευκαιρία προαστιοποίησης των μικροαστών που έπιασαν την καλή. Όταν υπήρχαν τα Wendy’s, περιοχές όπως ο Γέρακας και τα Γλυκά Νερά ήταν βοσκοτόπια και δεν ήταν σύμπτωση το ότι η τεχνολογική πρόοδος που έφερε τις υποδομές, τους δρόμους και το ευρυζωνικό ίντερνετ έφερε πιο κοντά τα προάστια στο κέντρο.
Ουσιαστικά μιλάμε για μια τέλεια καταιγίδα συμπτώσεων κατά την οποία όλες οι μεγάλες αλλαγές στις μητροπόλεις του κόσμου κάπως συνδέονται μεταξύ τους. Η αγορά και η φύση απεχθάνονται τα κενά τα οποία καταλήφθηκαν με διάφορους τρόπους, άλλοτε προσωρινά και άλλοτε μόνιμα.
Μπορεί να γκρινιάζουμε για το κέντρο της πόλης που έγινε αφιλόξενο, αλλά τελικά ήταν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, στην οποία συμμετείχαμε κατά κάποιον τρόπο όλοι μας και μάλιστα χωρίς να μπορέσουμε να διαλέξουμε διαφορετική ρότα ακόμα κι αν είχαμε την επιλογή. Η ψηφιοποίηση της κοινωνικοποίησης μας περιόρισε σε ιδιωτικούς χώρους σε βαθμό που είδαμε να γίνεται απόλυτο κατά τη διάρκεια της πανδημίας μέχρι που φτάσαμε στα ποτά μέσω βιντεοκλήσης, ευτυχώς αυτό ήταν κάτι που δεν έφυγε τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε και δεν μας έμεινε κουσούρι.
Ωστόσο αυξήθηκαν οι πιάτσες και τα ενδιαφέροντα μαγαζιά στα προάστια, αλλά αν εξαιρέσουμε τα μπαρ, τα περισσότερα από αυτά αναμένεται να έχουν τον ρόλο του ghost. Η άνθιση που είδαμε στο delivery δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που έρχεται όσο θα κλεινόμαστε ακόμα περισσότερο στα σπίτια μας περιορίζοντας τις εξόδους στο ελάχιστο και σε ειδικές περιπτώσεις. Δυστοπικό; Έτσι φαίνεται, αλλά είναι μάλλον στο χέρι μας να το δούμε σαν ευκαιρία.
Από τη στιγμή που το σπίτι γίνεται περισσότερο χώρος εστίασης και εργασίας, δημιουργείται μια ευκαιρία να δούμε με άλλο μάτι τις υπαίθριες δραστηριότητες τις βόλτες και τις εξορμήσεις. Ας δούμε αυτή την κατάσταση μια μεταβατική προς μία καλύτερη και όχι μία χειρότερη.